Η αποχώρηση των Γερμανών τον Οκτώβριο του 1944 και η μεγάλη έκρηξη στην Κηφισιά

athensliberation-1

Στις 12 Οκτωβρίου του 1944 -ήταν ημέρα Πέμπτη- απελευθερώθηκε η Αθήνα. Τα ναζιστικά στρατεύματα αποχώρησαν από το κέντρο της πόλης νωρίς το πρωί, έχοντας υποστείλει πρώτα από την Ακρόπολη τη ναζιστική σημαία.

Όμως, η πραγματική αποχώρηση των Γερμανών έγινε την επόμενη μέρα. Στις 13 Οκτωβρίου νομίζω πως οι γερμανικές φάλαγγες πέρασαν από την Κηφισιά, ακολουθώντας την Μαραθώνος, σήμερα λεωφόρο Κηφισιάς.

Έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια από τότε και ακόμη οι παιδικές μου μνήμες είναι νωπές, θαρρώ πως ήταν χθες.

Νομίζω πως μόλις χθες άκουσα τον πατέρα μου να λέει στη μητέρα μου «σήμερα που φεύγουν οι Γερμανοί, καλά θα κάνεις να πάρεις τα παιδιά και να πας στη μάνα μου». Ήξερε πως η μητέρα μου ήταν πολύ δειλή. Έτσι λοιπόν πήγαμε στη γιαγιά. Μόλις στρίψαμε στην οδό Σπάρτης και βγήκαμε στη Μαραθώνος, είδαμε να κυματίζει στο σπίτι του παππού η γαλανόλευκη. Η μητέρα μου πανικοβλήθηκε. «Τρελάθηκε η γιαγιά σου», μου είπε. Το βήμα έγινε ταχύ και σχεδόν τρέχοντας φθάσαμε στο σπίτι. «Τρελάθηκες μωρή μάνα, κατέβασε τη σημαία, οι Γερμανοί θα μας σκοτώσουν», της είπε.

Η γιαγιά καθόταν στη βεράντα, χαμογελαστή, όμορφα ντυμένη και χτενισμένη. «Μάνα τα παιδιά, σκέψου τα παιδιά, δεν φοβάσαι, θα μας σκοτώσουν», επανέλαβε η μάνα μου και η γιαγιά της αποκρίθηκε με χαμόγελο «χέστρα, δεν θα μας πειράξει κανείς».

Η μητέρα μου ήταν πανικοβλημένη. Οι Γερμανοί δεν είχαν φανεί ακόμη. Ξέραμε ότι εγκατέλειπαν την πόλη. Κάποια στιγμή ακούστηκε ο ήχος των μοτοσικλετιστών, που πάντα προπορεύονταν στις φάλαγγες των κατακτητών.

Η μάνα άρχισε να παρακαλά τη γιαγιά, που έμενε ατάραχη και ανένδοτη, δεν υπήρχε περίπτωση να κατεβάσει τη σημαία.

Μετά από λίγο να κι οι πρώτες μοτοσυκλέτες. Σταμάτησαν στην εξώπορτά μας. Πρώτα ήταν μία σκέτη μοτοσυκλέτα και μετά μία άλλη με καλάθι. Από εκεί, από το καλάθι, βγήκε ένας αξιωματικός.

Πέρασε την εξώπορτα και διέσχισε τον κήπο, ενώ η μάνα μου τον έβλεπε και κόντευε να πάθει καρδιακό. Ο αξιωματικός έφθασε κοντά μας, ανέβηκε τα σκαλιά και μπήκε στη βεράντα. Χαιρέτισε τη γιαγιά με στρατιωτικό χαιρετισμό και σε άπταιστα ελληνικά της είπε «τώρα χαίρεσθε που φεύγουμε, αλλά αύριο που θα έρθουν οι παρτιζάνοι, θα παρακαλάτε να μην είχαμε φύγει».

«Να πάτε στο καλό και γρήγορα στα σπίτια σας κι άστε μας εμάς να τα βρούμε με τους παρτιζάνους», του απήντησε η γιαγιά η Παρδάλαινα. Εκείνος τη χαιρέτισε στρατιωτικά πάλι και ευθυτενής γύρισε μπρος πίσω για το δρόμο. Αισθάνθηκα μεγάλο καμάρι για τη γιαγιά, που δεν φοβήθηκε το Γερμανό αξιωματικό.

Όταν έφυγε, η γιαγιά γύρισε, με κοίταξε και με ρώτησε «τι ήθελε να πει άραγε για τους παρτιζάνους;». Ξαφνικά αισθάνθηκα και πάλι μία ανασφάλεια.

Στο μεταξύ, καθώς έφευγαν οι Γερμανοί, ένα στρατιωτικό όχημα γεμάτο πολεμοφόδια χάλασε, σταμάτησε ή δεν ξέρω τι ακριβώς. Δεν ξέραμε σε ποιο μέρος έγινε κάτι με ένα φορτηγό, αλλά μετά μάθαμε πως ήταν κοντά στο δεύτερο δημοτικό σχολείο, εκεί που και σήμερα είναι το δεύτερο δημοτικό.

Εκείνη την ώρα φεύγαμε από τη γιαγιά, αφού η μάνα μας έκρινε πως δεν υπήρχε πια άμεσος κίνδυνος. Ο Γερμανός με τη μοτοσικλέτα που πέρναγε και ειδοποιούσε τους πεζούς να μπουν για κάποιο έκτακτο και σοβαρό λόγο μέσα στα σπίτια τους, μας βρήκε έξω από το σπίτι της γιαγιάς και μας είπε να μπούμε μέσα. Παρακάλαγα τη μητέρα μου να γυρίσουμε πάλι στο σπίτι της γιαγιάς, αλλά εκείνη επέμενε να γυρίσουμε στο σπίτι μας. «Μα δεν προφταίνουμε μαμά», της έλεγα εγώ, αλλά δεν άκουγε.

Όταν έγινε η έκρηξη, είχαμε περπατήσει τριάντα μέτρα και βρισκόμασταν στην εξώπορτα του Σταθόπουλου, δηλαδή στο σπίτι του πρώην δημάρχου μας, του Δημήτρη Ζωμόπουλου, που είναι στη γωνία των οδών Σπάρτης και Κηφισιάς. Ήταν η στιγμή που γύριζε στο σπίτι του ο Σταθόπουλος. Στην έκρηξη, εκείνος κάλυψε με το σώμα του εμένα και η μάνα μου κάλυψε τον αδερφό μου.

Μέσα από την αγκαλιά του κυρ Γιάννη, έβλεπα τα πυρακτωμένα σίδερα που πεταγόντουσαν παντού και πέρναγαν και δίπλα μου. «Μην κουνιέσαι και κόλλα στον τοίχο για να σωθούμε», μου έλεγε ο κυρ Γιάννης. Το ίδιο έλεγε και στη μητέρα μου «κόλλα Μαρίκα στον τοίχο και μην κουνιέσαι», ενώ κόκκινα σιδερικά περνούσαν πάνω μας και δίπλα μας.
Δόξα τω Θεώ, κάποια στιγμή το κακό τελείωσε και ξεκολλήσαμε από τον τοίχο. Πήγαμε στο σπίτι μας. Ήρθε ο πατέρας και μας ρώτησε πού βρισκόμασταν την ώρα της έκρηξης. Τότε έγινε η δεύτερη μεγάλη έκρηξη, αλλά αυτή ήρθε από τη μητέρα μου. Η μάνα ξέσπασε και έβγαλε τον τρόμο που είχε νοιώσει. Την έπιασε νευρικό σοκ κι άρχισε να φωνάζει με τρόπο που αναστάτωσε τους γείτονες, οι οποίοι την ήξεραν σαν έναν ήρεμο άνθρωπο. Τελικά την ηρέμησε ο γιατρός, ο Σπύρου, με μία ένεση που την ησύχασε. Για πολύ καιρό, το σοκ αυτό, αποτελούσε μία πολύ κακή ανάμνηση για τη μάνα μου και την ταλαιπωρούσε. Είχε εξελιχθεί σε νευρικό κλονισμό.

Κοντά βέβαια σε εκείνη, ταλαιπωρούσε κι εμένα, γιατί όταν την έπιανε η φοβία, ερχόταν η ώρα που έπρεπε να επωμισθώ όλες τις ευθύνες για το σπίτι, τις οποίες δεν μπορούσε να διαχειρισθεί η μητέρα μου. Κάποιες στιγμές κουραζόμουν και δεν μπορούσα να ανταποκριθώ και στο σπίτι και στο σχολείο και κατέληξα να θέλω να παρατήσω το σχολείο. Η φίλη μου η Βάνα μου έδινε κουράγιο, αλλά περισσότερο με στήριξε η καλή μας γειτόνισσα, η κυρά Λένη Δανάλη που με αγαπούσε πολύ και με φώναζε χαϊδευτικά ψυχοκόρη της. Σ’ εκείνην κατέφευγα στις δύσκολες στιγμές κι εκείνη μου έδινε κουράγιο.

Για το ζεύγος Δανάλη ακόμη και σήμερα τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα, όταν τους θυμάμαι.
Μακάρι τα παιδιά μας να μην γνωρίσουν τέτοιες πίκρες. Δύσκολα πράγματα, αλλά βέβαια σε δένουν ανθρώπινα. Έρχονται οι οικογένειες κοντά.

Θυμάμαι ότι κάποτε ήθελα ένα φόρεμα, ήμουν στην εφηβεία και με στενοχωρούσε που δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να αποκτήσω το φόρεμα, που το σχέδιό του το είχα δει σε κάποια εφημερίδα. «Δεν έχω κυρα Λένη τη δυνατότητα», της είπα και της το είπα με παράπονο. «Θα στο ράψω αν με βοηθήσεις, αλλά δεν έχω ύφασμα», μου απήντησε. «Ύφασμα θα βρω», της αποκρίθηκα και πράγματι το ζήτησα σε ένα θείο μου, που είχε το ύφασμα για να κάνει κοστούμι. Μετά καθόμουν τα βράδια και ξενύχταγα κι έφτιαχνα τα σιρίτια για το φόρεμα, για να μου το φτιάξει η κυρα Λένη. Ο πόλεμος μας είχε φέρει πραγματικά κοντά.

Οι πόλεμοι συμβαίνουν, αλλά η ζωή δεν θέλει να σταματήσει κι οι έφηβοι και τα παιδιά παραμένουν στην ηλικία τους, έστω κι αν έχει πόλεμο. Θέλουν να ζήσουν. Μακάρι τα παιδιά μας και όλα τα Ελληνόπουλα που θα ζήσουν σε αυτό τον τόπο, να μην ακούσουν ποτέ τη στρατιωτική μπότα του κατακτητή. Μακάρι κι όλα τα παιδιά που ζουν αυτή την φρίκη σε κοντινές μας χώρες, να μπορέσουν να ζουν χωρίς φόβο.

Κηφισιά, Οκτώβριος 2016