Παραμύθια για μεγάλους

agioavilina

Γράφει η Έρικα Αθανασίου

Η Αγία Βασιλίνα ατένιζε τα τρομαγμένα πρόσωπα των παιδιών.  «Δεν θέλω εσένα, τον άγιο Βασίλη θέλω», φώναζε ένα πιτσιρίκι και αρνιόταν να την αφήσει να πιει το γάλα που ήταν ακουμπισμένο  κοντά στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, ενώ δυο μπισκότα βρίσκονταν δίπλα του.  Το γάλα δεν της άρεσε της Αγίας αλλά τα μπισκότα ευχαρίστως θα τα έτρωγε. Το πιτσιρίκι όμως ήταν ξεκάθαρο. Ήθελε τον Άγιο. Ακόμα και τα δώρα αρνήθηκε να πάρει. «Δεν τα θέλω», φώναζε και εξηγούσε «δεν έχεις μεγάλη κοιλιά, δεν έχεις άσπρα μούσια, δεν είσαι ο ΑΓΙΟΣ».

Και δεν ήταν το πρώτο. Είχε βαρεθεί να της επιστρέφουν τα δώρα, να μην την αφήνουν να φάει μπισκότα. Και είχε κουραστεί. Τους το είχε πει εξάλλου. Δεν γινόταν να αλλάξουν το έθιμο. Κάθε Πρωτοχρονιά, ο  Άγιος Βασίλης μοίραζε τα δώρα.

Κι όμως το Υπουργείο ήταν ξεκάθαρο.  Ήταν σεξιστικό να περιμένουν τα παιδιά από τον Άγιο τα δώρα. Τι στο καλό! Μπορούσε να τα δώσει και μία Αγία. Πλέον έπρεπε όλοι να εναρμονιστούν. Τα γένη δεν έπρεπε να ξεχωρίζουν.  Ο νέος κόσμος απαιτούσε ισότητα. Μα.. είχε προλάβει να ψελλίσει η Αγία. Δεν πρόλαβε να πει παρακάτω. Αν προλάβαινε, θα έλεγε «Μα, δεν έχει νόημα να αλλάζεις τα έθιμα. Για αυτό εξάλλου είναι έθιμα. Η  γλώσσα είναι ζωντανή,  αλλάζει από μόνη της. Αλλιώς γίνεται καθαρεύουσα. Ποιος άραγε τη θυμόταν;  Δεν μπορεί να  σταματάει να υπάρχει μητέρα και πατέρας και να γίνονται  γονεϊκό μέρος άλφα και βήτα. Σημασία έχει να αγαπάς τους ανθρώπους. Να τους αγαπάς είτε είναι άντρες, είτε γυναίκες, είτε ό,τι άλλο θέλουν να είναι. Σημασία έχει να τους σέβεσαι». Δεν είχε προλάβει όμως ποτέ να το πει. Της φόρτωσαν έναν σάκο με δώρα και την έστειλαν να τα μοιράσει. Όμως κανένας δεν τα ήθελε. Και για να μιλάει  σωστά, με τον νέο τρόπο ομιλίας, κανένας/ καμία δεν τα ήθελε.

Λίγο πριν το σκάσει από το τελευταίο σπίτι, που είχε ανεπιτυχώς προσπαθήσει να δώσει τα δώρα που είχαν παραγγείλει τα παιδιά, πρόλαβε να δει στην ανοιχτή τηλεόραση για μια γυναίκα που τη σκότωσε ο σύντροφός της. Αναφορά γινόταν και για μια άλλη που τη χτύπησε. Και μια άλλη που παραλίγο να τη σκοτώσει.

Κρίμα να ξοδεύει τόση ενέργεια το Υπουργείο στο να αλλάξει έθιμα και γλώσσα, σκέφτηκε, καθώς προσπαθούσε να χωρέσει τον σάκο με τα δώρα στην καμινάδα. Ήταν και γεμάτος, καθόλου δεν είχε αδειάσει.  Αν ασχολούνταν με την ουσία, ίσως κάποιοι από αυτούς τους άντρες δεν θα γίνονταν δολοφόνοι, κάποιες από αυτές τις γυναίκες δεν θα γίνονταν θύματα. Δαγκώθηκε μόνο που το σκέφτηκε. Στερεότυπο. Απαγορευόταν. Ίσως για αυτό είχαν πληθύνει και οι νεαροί άνδρες θύματα.  Για να υπάρχει ισότητα. Έστω στο φύλο. Σε λίγο η ισότητα θα περνούσε και στις ηλικίες. Θα απαγορεύονταν και λέξεις όπως «γέρος, γριά».  Ας της έδιναν σύνταξη κάποτε κι ας την έλεγαν όπως ήθελαν.

Για μια στιγμή αναρωτήθηκε μήπως αυτό ήταν κόλπο του Άι Βασίλη.  Είχε κουραστεί να γυρίζει την υφήλιο και να μοιράζει δώρα και σκέφτηκε όλη αυτή την ιστορία με την τάχα ισότητα για να της φορτώσει τη βαριά σακούλα και την ακόμα πιο βαριά ευθύνη του.   Θα έπρεπε να λογαριαστεί μαζί του ή με αυτόν/αυτή που είχε αυτή την εξαιρετική ιδέα. Και σίγουρα δεν θα ξαναέμπαινε σε καμία καμινάδα.  Προτιμούσε τις πόρτες.  Και τα καθαρά ρούχα. Και την ξεκάθαρη ομιλία. Η γλώσσα δεν αλλάζει με απόφαση Υπουργείου. Με τη βία ούτε καν δώρα δεν μπορεί κανείς να μοιράσει.