Ο Άγιος Δημήτριος της Κηφισιάς

Στις 12 Οκτωβρίου 2012 η «Κηφισιά» δημοσίευσε ένα συγκινητικό άρθρο της Ουρανίας Παρδάλη – Νομικού για τη σημασία που έχει για την πόλη μας ο Ιερός Ναός του Αγίου Δημητρίου, που ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε ο προστάτης της Κηφισιάς.

Όταν η ιστορία της Κηφισιάς μπορεί να διορθώσει τα λάθη του σήμερα

Ξεφυλλίζοντας, τα μάτια μου έπεσαν σε ένα Αυγουστιάτικο νομίζω άρθρο που έγραφε για τον Σωτήρα, τον πολιούχο μας, εννοώντας τη Μεταμόρφωση του Σωτήρα, την εκκλησία του Κεφαλαριού.

Δίπλωσα την εφημερίδα, χωρίς να την διαβάσω. Ήξερα πως αν το έκανα, δεν θα κοιμόμουν. Μου ξύπνησαν παλιές αναμνήσεις, πράγματα που πάντα ήθελα να γράψω και όλο το απέφευγα.

Νομίζω όμως ότι καλόν είναι κάποια πράγματα να γράφονται, για να τα θυμίζουμε σε όσους τα ξεχνούν και για να τα γνωρίζουμε σε όσους δεν τα έμαθαν ποτέ.

Πολιούχος άγιος της Κηφισιάς ήταν πάντα ο Άγιος Δημήτριος. Στη γιορτή του, τα πάντα ήταν κλειστά. Οι παλαιοί Κηφισιώτες, αυτό το θυμούνται. Αξίζει για την Κηφισιώτικη εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, να διηγηθώ μία παλαιά ιστορία, που οι περισσότεροι παλαιοί Κηφισιώτες γνωρίζουν.

Στην περίοδο της γερμανικής κατοχής, ένα μεσημέρι, συμμαχικά βομβαρδιστικά βομβάρδισαν το αεροδρόμιο στο Τατόι. Στο σπίτι του παππού μου, που βρισκόταν ανάμεσα στις οδούς Σπάρτης, Κρήτης και Κηφισιάς, είχαμε τη συνήθεια να βγαίνουμε στο μπαλκόνι της κουζίνας που έβλεπε προς το Τατόι και δεδομένου ότι δεν υπήρχαν σπίτια να κόβουν τη θέα, παρατηρούσαμε τις βόμβες που έπεφταν. Κτυπήθηκε όμως ένα συμμαχικό αεροπλάνο, που αναγκάστηκε να ρίξει τις βόμβες του μέσα στην πόλη πριν φύγει. Δύο βόμβες έπεσαν στην περιοχή της Αγίας Άννας, στα Πάνω Αμπέλια που έλεγαν. Η μία έπεσε μέσα σε ένα πηγάδι και η άλλη έπεσε σε μία παράγκα και σκότωσε μία γιαγιά.

Στο σπίτι του παππού μου, γεμίσαμε κοκκινόχωμα που σηκώθηκε από τις εκρήξεις κι έφθασε σε μας, που βρισκόμασταν κοντά. Ο αδελφός μου έβλεπε με τη γιαγιά τον βομβαρδισμό από το μπαλκονάκι της κουζίνας και η γιαγιά μου ούτε που κατάλαβε το πώς ο αδελφός μου την έσυρε στο κάτω σπίτι, τρομοκρατημένος. Οι υπόλοιπες βόμβες έπεσαν κεντρικότερα στην περιοχή της πόλης. Μία έπεσε κοντά στον Προφήτη Ηλία και σκότωσε μία ολόκληρη οικογένεια. Το σπίτι βρισκόταν στη σημερινή οδό Μητροπολίτου Ιακώβου στον Προφήτη Ηλία κι έμενε η οικογένεια Παπαδόπουλου. Εκεί ζούσε και μία όμορφη ροδομάγουλη κοπέλα, αλλά στο κάτω σπίτι. Δεν την αναζήτησαν. Ευτυχώς για εκείνη, την είχε παρατηρήσει ένας πολύ καλός άνθρωπος, ένας χωροφύλακας, ο οποίος και την έψαξε. Την βρήκε ζωντανή, μετά από μέρες, με το κορμί της γεμάτο θραύσματα και την πήγε στο νοσοκομείο, όπου νοσηλεύθηκε για ένα μήνα. Εκείνος στάθηκε δίπλα της και την φρόντισε και την αγάπησε. Αργότερα την παντρεύτηκε κι έζησαν και έκαναν αγαπημένη οικογένεια στην Κηφισιά.
Μία άλλη βόμβα έπεσε επίσης κοντά στο σπίτι του Παπαδόπουλου, στην ταβέρνα του Θανάση Μπόκαρη. Εκεί σκοτώθηκε ένας οργανοπαίκτης μουσικός.

Άλλη βόμβα έπεσε στην Πέτρου Κυριακού, στο σπίτι του Δατσέρη, αλλά ευτυχώς μέσα στην αποχέτευση. Η οικογένεια ήταν τυχερή, δεν έπαθε κάτι κακό. Αυτά μου τα επιβεβαίωσε ο αγαπητός φίλος μας Μανούσος Βασιλάκης, που είναι παλαιός της γειτονιάς.

Βόμβες έπεσαν κι αλλού. Εκείνη την ημέρα, πολλοί Κηφισιώτες μάζευαν ελιές στην Κάτω Κηφισιά. Η περιοχή ήταν κοντά στο Τατόι, οπότε συνέβησαν σκηνές αποκαλύψεως. Οι άνθρωποι που μάζευαν ελιές στα κτήματα του Φιλοκτήτη (παρατσούκλι κάποιου που ονομαζόταν Αναγνωστόπουλος), τρομοκρατήθηκαν κι έψαχναν να βρουν με τι να καλύψουν το κεφάλι τους. Κάποιος φόρεσε μία κατσαρόλα. Τότε σκοτώθηκε και η γιαγιά του γνωστού δημοτικού μας συμβούλου, Περικλή Καραγιαννάκη.

Οι υπόλοιπες βόμβες, δεν θυμάμαι πού έπεσαν και δεν γνώριζε κάποιος άλλος να μου πει κάτι περισσότερο.

Μου έλεγαν λοιπόν τότε οι αδελφές Κουτσού που έμεναν στην οδό Κόδρου, κοντά στον Άγιο Δημήτριο, όπως μου έλεγε και η μητέρα του Περικλή Καραγιαννάκη, πως λίγες μέρες πριν γίνει αυτός ο βομβαρδισμός στο Τατόι, συνέβαινε κάτι το εξαιρετικό και μυστήριο στη γειτονιά του Αγίου Δημητρίου. Όταν σταματούσε η κυκλοφορία, ακουγόταν ένα άλογο να περνά τρέχοντας. Το άλογο ακουγόταν σαν αφηνιασμένο. Άνοιγαν την πόρτα, αλλά δεν προλάβαιναν να δουν ούτε το άλογο, ούτε αν είχε καβαλάρη και ποιος ήταν. Την επόμενη μέρα, τα ίδια. Άνοιγαν, αλλά δεν έβλεπαν ούτε άλογο ούτε καβαλάρη. Όμως όλοι γνώριζαν ότι οι Γερμανοί κατακτητές δεν είχαν άλογα. Οι κάτοικοι είχαν φοβηθεί, σταυροκοπιόντουσαν κι έλεγαν «Άγιε μου Δημήτρη, βάλε το χέρι σου». Το συζήτησαν στην εκκλησία. Ο Αντώνης Καπετάνιος, που έμενε εκεί δίπλα στην ανηφορίτσα και ήταν επίτροπος στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, η οποία ήταν και μητρόπολη, είπε στην εκκλησία «Χριστέ μου, Άγιε μου Δημήτρη, σε καλό μου, να είναι η φαντασία μου;».

Σε λίγες μέρες έγινε το μεγάλο κακό με το βομβαρδισμό και με το αεροπλάνο που έριξε τις βόμβες πάνω από την Κηφισιά και που αρκετές έπεσαν κοντά στον Άγιο Δημήτρη. Από τότε όλοι οι Κηφισιώτες έμειναν πεπεισμένοι ότι ο καβαλάρης που ακουγόταν ήταν ο Άγιος Δημήτριος, που ήθελε να προστατεύσει την περιοχή από τις βόμβες που θα έπεφταν σε λίγες μέρες.

Από τότε όλοι οι Κηφισιώτες άρχισαν να διηγούνται στα παιδιά τους και τα εγγόνια τους ότι σε εκείνον τον βομβαρδισμό η Κηφισιά δεν καταστράφηκε και δεν θρήνησε πολλά θύματα, γιατί ο πολιούχος Άγιος Δημήτριος, καβάλα στ’ άλογό του, προστάτευσε τους ανθρώπους, την πόλη και την εκκλησιά.

Πέρασε ο πόλεμος, έφυγαν οι Γερμανοί, πέρασαν και τα Δεκεμβριανά. Δήμαρχος στην πόλη της Κηφισιάς έγινε ο Σωτήρης Σκοπετέας. Λέγεται λοιπόν ότι ο Δήμαρχος επιθυμώντας να προσδώσει αίγλη στην ονομαστική του εορτή, ζήτησε να αλλάξει ο πολιούχος Άγιος και να γίνει ο Σωτήρας πολιούχος στη θέση του Αγίου Δημητρίου.

Οι Κηφισιώτες αρνήθηκαν. Είχαν τον Άγιο Δημήτριο τόσα χρόνια και ουδέποτε τους παράτησε απροστάτευτους. Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου ήταν παλαιά και ζυμωμένη με τα μυστήριά τους, τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους και με τη ζωή τους όλη. Αντίθετα η Μεταμόρφωση του Σωτήρα ήταν εκκλησιά καινούρια. Τα πνεύματα στην πόλη ήταν οξυμένα, λόγω των πολιτικών. Ο Δήμαρχος Σκοπετέας επέμενε. Έτσι χρησιμοποίησε «τα μεγάλα μέσα». Τελικά έκανε πολιούχο Άγιο της Κηφισιάς, τον Σωτήρα. Το κατόρθωσε με βασιλικό διάταγμα το 1948.

Θυμάμαι ακόμη τα σχόλια των κατοίκων εις βάρος του Δημάρχου. Θυμάμαι σαν να είναι τώρα, την έπαρση του Δημάρχου Σκοπετέα, στην πρώτη εκείνη παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου μετά την αλλαγή του πολιούχου. Νόμιζες ότι ήταν στρατηγός, ο οποίος «κατήγαγε νίκην κατά των Κηφισιωτών». Ο Θεός να με συγχωρέσει, αλλά ακόμη θυμάμαι την αλαζονική έκφραση του προσώπου του, όπως θυμάμαι και το μικρό καπελάκι της συζύγου του. Τα παιδιά δεν ξεχνούν ποτέ.

Θυμάμαι ακόμη τα πηγαδάκια δυσαρέσκειας, ημών των μαθητών και μαθητριών, στο προαύλιο, στο σχολείο, την ημέρα εορτής του Αγίου Δημητρίου, που ενώ είχαμε συνηθίσει να την θεωρούμε αργία … αναγκαστήκαμε να προσαρμοσθούμε και να πη-γαίνουμε σχολείο, λόγω του Δημάρχου. Όπως αντιλαμβάνεσθε και ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου να ήταν εκείνος ο Δήμαρχος, για μας τους μαθητές ήταν καταδικασμένος στη συνείδησή μας χωρίς ελπίδα σωτηρίας.

Στον Άγιο Δημήτριο, φυσικά, δεν άλλαξε ούτε το παραμικρό. Οι Κηφισιώτες πήγαιναν και πηγαίνουν στην εκκλησία του Αγίου, που προστατεύει την πόλη τους. Μπορεί ο τότε Δήμαρχος να κατάφερε μαζί με κάποιους ενορίτες του Σωτήρα και μερικούς νεοφερμένους τότε στην πόλη κατοίκους, να κάνει τον Σωτήρα πολιούχο, αλλά η ιστορία της πόλης ζει στις καρδιές και στις ιστορίες των ανθρώπων. Ζει στις μνήμες τις δικές μας και των παιδιών μας.
Μου έλεγε η φίλη Ασπασία Τσαλαβούτα ότι την περίοδο που κτιζόταν η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, για να πάνε εκεί από το σπίτι τους που ήταν στη συμβολή των οδών Κρήτης και Διονύσου, έπρεπε να πάνε με κάρα κι έτσι έπαιρναν μαζί και πέτρες και σανίδια, γιατί τα έβαζαν στις τρύπες γύρω από τον Άγιο Δημήτρη για να μπορούν να πατήσουν χωρίς να λερωθούν. Μου έλεγε λοιπόν η Ασπασία πως κάποια φίλη της μονολογούσε όταν έφθανε στην εκκλησία «ας την ευχή, και να θέλουμε να ‘ρθουμε Άγιε μου Δημήτρη, να σε δούμε που κτίζεσαι, πώς να ‘ρθούμε που δεν μπορούμε».

Τρεις κι ο κούκος ήταν όσοι θέλησαν να αλλάξουν μαζί με τον τότε Δήμαρχο, αυτή την ιστορία της Κηφισιάς, αλλά η συλλογική ιστορική μνήμη των ανθρώπων δεν σβήνει. Η μνήμη σιγοκαίει σαν καντηλάκι και κάποια στιγμή η αλήθεια ζητά την αποκατάστασή της.
Σήμερα που η πόλη έχει Κηφισιώτη Δήμαρχο, σήμερα που η πόλη έχει πολλούς δημοτικούς συμβούλους Κηφισιώτες, σήμερα που η πόλη έχει πολλούς δημοτικούς συμβούλους που αν και νεότεροι στην πόλη αποδεικνύουν ότι θέλουν να σέβονται την ιστορία της και να μετέχουν του πολιτισμού της, η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου ζητά τη θέση που της αρμόζει στην Κηφισιά, τη θέση όπου την έβαλαν οι κάτοικοι σε δύσκολες ιστορικά στιγμές, τη θέση που κατείχε και ακόμη κατέχει στις ιστορίες που διηγιόντουσαν και ακόμη διηγούνται στα παιδιά τους για γενιές.