Τα ελληνικά ταξιδεύουν και πάλι στην υφήλιο

ΘΑΛΑΜΟΣ

Οι τηλεφωνικοί θάλαμοι στέκουν σε γωνίες σε κεντρικά σημεία κάθε πόλης, περιμένοντας υπομονετικά μήπως κάποιος σηκώσει το ακουστικό τους και νιώσουν και πάλι χρήσιμοι. Παλιά, για την ακρίβεια όχι και τόσο παλιά, ούτε δύο δεκαετίες πίσω, μάθαιναν τα πάντα για τους ανθρώπους. Άκουγαν ερωτικές συνομιλίες, καυγαδάκια, συμβουλές γονιών προς τα παιδιά τους, ψέματα ακόμα και για το πού έλεγε ότι βρισκόταν αυτός που καλούσε. Έκπληκτοι πολλές φορές μπορούσαν να ακούσουν κάποια νεαρή που έπαιρνε από την πλατεία της Κηφισιάς, να λέει στη μαμά της ότι βρισκόταν στη σχολή της στη Λαμία. Τότε που ακόμα μπορούσες να πεις ένα τέτοιο ψέμα, χωρίς να σε καρφώσει η αναγνώριση κλήσης. Κάποια στιγμή όμως ο κόσμος σταμάτησε να μιλάει δια μέσου τους. Υπήρχε περίπτωση να στεκόταν δίπλα τους και να μιλούσε αλλά δε σήκωνε πια το ακουστικό τους. Μίλαγε στο ατομικό του κινητό τηλέφωνο. Και θα είχαν πέσει σε οριστική αχρηστία και μελαγχολία οι τηλεφωνικοί θάλαμοι αν δεν υπήρχαν οι ξένοι. Οι ξένοι που ζούσαν όλο και περισσότεροι στην Ελλάδα και χρησιμοποιούσαν τις υπηρεσίες τους, μιλώντας σε διάφορες γλώσσες. Μαζί τους ήταν ακόμα πιο σημαντική η υπηρεσία που ένιωθαν ότι παρέχουν, διότι τα μηνύματά τους ταξίδευαν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, διασχίζοντας συχνά ωκεανούς και διατρέχοντας τις ηπείρους. Μηνύματα που αφορούσαν σημαντικά γεγονότα της ζωής, αφίξεις σε ένα ασφαλές μέρος, εύρεση εργασίας, γεννήσεις, θανάτους. Στην αρχή βέβαια δεν καταλάβαιναν τίποτα από ό,τι μετέδιδαν. Οι γλώσσες που μιλούσαν αυτοί οι άνθρωποι δεν έμοιαζαν με τα ελληνικά και ήταν τόσο διαφορετικές Τα ελληνικά ταξιδεύουν και πάλι στην υφήλιο μεταξύ τους. Σιγά σιγά όμως άρχιζαν να καταλαβαίνουν και έμαθαν πολλές ξένες γλώσσες, ξεχνώντας σιγά σιγά τα ελληνικά τους, που τα άκουγαν μόνο σποραδικά από κάποιους περαστικούς. Ακόμα και τη λίγη ορθογραφία που ήξεραν ξέχασαν, αφού οι μόνες τους επαφές πια με γράμματα δεν ήταν οδηγίες ή τηλεφωνικοί κατάλογοι αλλά αυτά που έγραφαν κάποιοι με μαρκαδόρους πάνω τους. Κάποιοι που φαινόταν να αγνοούν βασικά στοιχεία της ελληνικής γλώσσας, του πολιτισμού και της ομορφιάς. Με το που σήκωνε το ακουστικό τους κάποιος, οι τηλεφωνικοί θάλαμοι που τύχαινε να ακουμπάνε πλάτη με πλάτη, έβαζαν στοίχημα για το ποια γλώσσα θα άκουγαν. Και ξαφνικά ενώ στοιχημάτιζαν σε αραβικά ή ρώσικα, βλέποντας τις φιγούρες των ανθρώπων, άρχισαν και πάλι να ακούνε ελληνικά. Ελληνικά με μια διαφορετική όμως χροιά αλλά χωρίς αμφιβολία ελληνικά. Άργησαν λίγο να συνειδητοποιήσουν ότι πλέον οι «ξένοι» είχαν πάψει να είναι ξένοι και είχαν αρχίσει να συνεννοούνται ακόμα και μεταξύ τους, πολλές φορές, στα ελληνικά. Ελληνικές λέξεις ταξίδευαν μέσα από ηχητικά κύματα πάνω από τα κύματα των ωκεανών εκφράζοντας συναισθήματα, νέα, ιδέες. Και εκεί που άρχισαν να θυμούνται και πάλι τη μητρική τους γλώσσα, νέα κύματα ξένων τους περικύκλωσαν. Νέες διάλεκτοι και γλώσσες άρχισαν και πάλι να μεταδίδονται μέσα από τα ακουστικά τους. Οι τηλεφωνικοί θάλαμοι προσπάθησαν και πάλι να ανιχνεύσουν τις νέες αυτές διαλέκτους. Ένιωθαν όμως περήφανοι ότι δε θα αργούσε η μέρα, που πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους θα σήκωναν και πάλι το ακουστικό τους για να απευθύνουν, στην άλλη άκρη της γραμμής μια «Καλημέρα» σε καθαρά ελληνικά. Ακούγοντας αυτούς τους ανθρώπους και τα προβλήματά τους στενοχωριούνταν για τη μοίρα τους, που είχαν αναγκαστεί να αφήσουν τη χώρα και το σπίτι τους. Έβρισκαν όμως εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό το ανακάτεμα των πολιτισμών. Όταν σκουρόχρωμοι άνθρωποι εκφράζονταν σε όμορφα ελληνικά. Στη γλώσσα που κόντευαν να ξεχάσουν οι τηλεφωνικοί θάλαμοι. Η ελληνική γλώσσα ταξίδευε και πάλι στον κόσμο. Οι «ξένοι» έδιναν τη δυνατότητα και πάλι στους Έλληνες να διαδώσουν τον πολιτισμό τους. Τον πολιτισμό με τον οποίο κάποτε είχαν κατακτήσει τον αρχαίο γνωστό κόσμο. Θα μπορούσαν άραγε να το καταφέρουν; Οι τηλεφωνικοί θάλαμοι περίμεναν με ανυπομονησία την επόμενη τηλεφωνική συνδιάλεξη για να δούνε αν η χώρα τους θα εκμεταλλευόταν την ευκαιρία που της δινόταν.

ΕΡΙΚΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ