Βe my Valentine, Frixos

valentinecat1

Εκεί που χταποδάκια καταβρόχθιζα ξιδάτα,
του Αγίου Βαλεντίνου χαρωπά πήρα μαντάτα.
Έφτασε η ώρα, Φρίξο μου, ν’ αφήσεις τα τσιτάτα,
να νοικοκυρευτείς κι εσύ, νάβρεις μια συζυγάτα,
μελάτα να σου φτιάχνει αυγά και να σου λέει: φάτα!
Ήδη θα το κατάλαβες: Είμαι η μαύρη γάτα,
αυτή που στης Αγιάς Σοφιάς την ιερή τη στράτα
φύλαγε τον Αλέξη απ’ του Σουλτάνου τα φουσάτα.
Τους Τούρκους γρουσουζεύοντας, μεγάλη έφερα τύχη
στους διαπραγματευτές μας, ανεβάζοντας τον πήχη
των ομιλιών σε τσίπρεια αγγλικά περί μουφτήδων,
φιστικομπακλαβάδων και λοιπών βραχονησίδων,
κι ας λέει ο μέγας Πάγκαλος, θιασώτης του Μανόλο,
πως στην Τουρκιά του Αλέξη μας του πιάσανε τον πόλο.
Μα ο Ερντογάν του είπε: Θες μουσάκα; Πάρ’ τον όλο!
Γι’ αυτό και ο δικός μας τον Ρετζέπ Ταγίπ ηράσθη
και λέει πως ο ένας για τον άλλονε επλάσθη!
Είν’ έντιμος, μουστακαλής, και πάντοτε μαζί του
ξέρεις καλά πού βρίσκεσαι και τι τραβάει η ψυχή του.
Δε βλέπεις; Κάσα νεκρική μοστράρει στο φεγγίτη
και ψάλλουν επικήδειο στις εννιά του μακαρίτη,
εξ ου και νέκρα επικρατεί. Σκύψε και προσευχήσου!
Δώσε του πρώτα τους οχτώ μαζί μ’ ένα νησί σου
κι έλα μετά στη Χάλκη να φοιτήσεις στη σχολή σου.
Ταιριάζετε αφού κι οι δυο στηρίζετε Μαδούρο,
ενώ εμείς οι υπόλοιποι γουστάρουμε άντρα ντούρο,
έναν Κρητίκαρο αψηλό που τονε λεν Πολάκη.
Τράβα, ψυχρέ εκτελεστή, και ρώτα τον Κραουνάκη:
θυμάσαι που κυνήγαγαν τις λούγκρες στο Μανιάκι;
Ε, από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι.
Τώρα μπορείτε ελεύθερα στου έρωτα τα βόλια
ως λούγκρες να ενδίδετε, δημοσιογράφοι τσόλια,
όλοι σας! Eγώ μόνος μου τον Γολγοθά θ’ ανέβω.
Βρέχει φωτιά στη στράτα μου κι εγώ βλίτα μαζεύω
να σας τα βράσω. Είμ’ άντρας και το κέφι μου θα κάνω,
κι αν η ζωή τελειώνει εδώ, θα ζήσω παραπάνω,
και ας καπνίζω ολημερίς, βρε μόρτες, σα φουγάρο.
Πώς; Μου τη λέει ο επίτροπος; Λυπάμαι, δε θα πάρω!
OK guy? Τη δουλειά σου εσύ κι εγώ με τη μαγκιά μου
ολόρθος θα πορεύομαι, κι η λούγκρα όλη δικιά μου!
Αν τον Ζουράρι λοιδορείς ως λόγιον της πλάκας
και ζεις το συναμφότερον στον κόρφο της μαμάκας,
τότε τυγχάνεις, γάτε μου, κραταιός maximalάκας,
ανίκανος ν’ αντιληφθείς το πνεύμα μιας ατάκας
στοχεύουσας στα άδυτα της λίμπιντο τα βάθη.
Στο Βλακονήσι νεαρά γυμνόστηθη εθεάθη –
ακόμα και δελφίνια ασελγούν! Η αιδώς εχάθη,
μα έτσι έπρεπε: η βυζού να πάθει για να μάθει!