Και κλάαααμα ο Φρίξος!

cryingcat1

Πέντε του Γιούλη ξύπνησα σ’ ολέθρια σκοτοδίνη –
μας έφυγε ο Μοσκοβισί, οποία φριχτή οδύνη!
Το υφάκι του μου θύμισε τον Σπύρο Μαρκεζίνη
που ο δόλιος στοιχημάτισε σε άλογο ψοφίμι
και πλήρωσε πανάκριβα την αστοχιά του εκείνη.
Στους συριζαίους έταξες σακιά με μπικικίνι,
μα δανεικά κι αγύριστα κανένας πια δε δίνει –
βρε Πιέρο, μας υποτιμάς! Αισχίνη, ουκ αισχύνει;
Με φινετσάτη γαλιφιά, γαλατική σαγήνη,
έδρασε, λές, ο Αλέξης μας με σπάνια σωφροσύνη
και πολλαπλώς ανέδειξε την άξια ελληνοσύνη,
συντάξεις περικόπτοντας, στου μνημονίου τη δίνη.
Μη μιζεριάζεις, μή, πανοκαμμένο μου ψιψίνι,
το γαρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνη.
Αλλιώς ο γερμανοτσολιάς σπέρνει αποκαϊδια
κι αλλιώς ο αντιμνημονιακός μαζεύει τα σκουπίδια.
Αρχαιόθεν, βλέπεις, η αρχή αναδείκνυσι τον άνδρα,
μα ενίοτε και την ξανθιά, μαχητική γαλιάντρα
που εσχάτως μεταλλάχθηκε σ’ αυτάρχα σαλαμάνδρα,
γι’ αυτό πλημμύρες πνίγουνε τη ρημαγμένη Μάνδρα
κι η Ρένα η Δούρου σπίτι της θα πάει … κάποια μέρα.
Πέντε του Γιούλη – ωιμένα μου, καλή μου συμπεθέρα,
Πέμπτη ήταν, όταν έκλαψε γοερά η Περιστέρα.
Δεν της αρκούσε να ‘ναι των κυριών η λαμπροτέρα,
στητή να περιφέρεται per mare e per terra,
μα εξουσία λιμπίστηκε πιο πλέρια, πέρα ως πέρα!
Η Βίκυ χαριέστατη και απογειωμένη,
τον Άκη υποδέχθηκε μ’ αγκάλη ανοιγμένη,
η δε Ηριάννα επέστρεψε, αθώα και δικαιωμένη,
Το αίτημα ήταν δίκαιο εξ ου κι έγινε πράξη,
αλλά τον ύπνο μου έρχεται το δράμα να ταράξει
του λαοφιλούς αγωνιστού εγκλείστου Κουφοντίνα
που αρκείται σ’ άδειες διήμερες όντας σε καραντίνα.
Εδώ το αιώνιο Κουκουέ τον μέγα Βελουχιώτη
τον Άρη αποκατέστησε – ω, πού ‘σαι αγνή μου νιότη
ανέφελη, που έδειχνες πως θα γινόμουν άλλος;
Αλίμονο, ωριμάζοντας με πόνεσεν ο κάλος!
Κατάντησα να λούζομαι τον ταξιδιάρη Πάνο
και του Αλεξη τις στραβές τις κάλτσες από πάνω!
Γραβάτα βάνω ανάποδα και παρευθύς τη βγάνω,
μα ουδέποτε ντιλάρω, ρώτα και τον Αλαβάνο!
Στρέφομαι στις οθόνες του Μουντιάλ για ν’ ανασάνω,
μα άκομψα ο Μέσι μου την πέφτει και σε χάνω,
ενώ οι Εγγλέζοι ακάθεκτοι σκοράρουν όλο μπρίο.
Σαν έτοιμοι από καιρό για το στερνό αντίο
στη dearest Queen Elizabeth, με γκλάμορ – αχ, τί κρύο! –
ωδές προβάρουν πένθιμες. Ομνύω, δεν ειν’ αστείο!
Στη Βρετανία μεγάλες ετοιμάζουν, λέει, φιέστες.
Πώς είπες; Ανατρίχιασες; Προλήψεις είναι, χέσ’ τες!
Φρικάρει ο Άδωνις: και πού να σφίξουνε κι οι ζέστες …

Φρίξος ο Κηφισόγατος:

Μην κλαις για μένα, Μπέτυ μου! Die hard και ποιός μας πιάνει!
Ως γνήσιος κλαρινογαμπρός θε νάβγω στο σεργιάνι
κι αφού τα charts σαρώσω σαν τον γητευτή τον Γιάνη,
θα σ’ αποκαταστήσω με παπά και με στεφάνι.
Ειν’ ο αντρούλης σου πολύ φαιδρός για να πεθάνει!