Το γραμματόσημο και η ιστορία της Ρηνιώς

usstamp1

Ήμουν καθισμένη, σαν καλή γιαγιά, στην πολυθρόνα μου έξω από το σπίτι μας, στο νησί μας, στην Αμοργό, το νησί καταγωγής του συντρόφου μου όπως και της γιαγιάς μου της «Παρδάλαινας». Παρακολουθούσα το καράβι που έδενε στην προβλήτα. Έφερνε τους ταξιδιώτες του Αυγούστου.

Συνήθως τις πρώτες μέρες του Αυγούστου έρχονται πολλοί νησιώτες για να προσκυνήσουν στο μοναστήρι την Παναγιά τη Χοζοβιώτισσα. Στα νησιά του Αιγαίου η Μεγαλόχαρη γιορτάζεται ιδιαίτερα. Το Δεκαπενταύγουστο, το αποκαλούν το Πάσχα του καλοκαιριού.

Χαιρόμουν και καμάρωνα λοιπόν τα παιδιά. Τα νέα παιδιά με τις μοτοσυκλέτες τους, φορτωμένες με τις αποσκευές τους, τα κορίτσια τους και τα σκυλάκια τους. Αυτοκίνητα, τουρίστες, φωνές. Κοσμοσυρροή. Κάποια στιγμή όλα βρήκαν το δρόμο τους. Οι λιμενικοί γύρισαν στο Λιμεναρχείο και το χωριό ησύχασε.

Τότε είδα να κατεβαίνει από το καράβι μια γυναίκα, που κρατούσε μόνο μία μικρή ταξιδιωτική τσάντα. Είναι, βλέπετε, κοντά το σπίτι μου στην προβλήτα και είναι εύκολο να δεις, άσε που για μία ηλικιωμένη γυναίκα, σαν εμένα, αυτό είναι και διασκέδαση.

Η γυναίκα αυτή μου έκανε εντύπωση. Ήταν περίπου στη δική μου ηλικία. Έδειχνε νησιώτισσα. Από άλλο νησί. Τα χαρακτηριστικά της μαρτυρούσαν πως είχε υπάρξει όμορφη γυναίκα. Μετρίου αναστήματος. Λεπτή, στητή. Περπατούσε διστακτικά και σταμάτησε περιμένοντας μπροστά στο Λιμεναρχείο, που είναι δίπλα στο σπίτι μας.

Εκεί ήρθε ένας φίλος ξενοδόχος για να την παραλάβει. Κατάλαβα ότι προφανώς είχε κλείσει δωμάτιο και μάλλον είχε έρθει για να προσκυνήσει στο μοναστήρι. Ο φίλος μου την συμβούλευσε να φάει κάτι πρώτα και μετά να την οδηγήσει στο δωμάτιό της για να ξαπλώσει και να ξεκουραστεί. Έτσι θα απέφευγε να κάνει τον κόπο να ξαναβγεί μετά από τόση κούραση από το πολύωρο ταξίδι.

Έτσι έγινε. Του δόθηκε λοιπόν η ευκαιρία να της προσφέρει το γεύμα κι έτσι να κουβεντιάσουν λίγο. Άλλωστε εκείνη, την επόμενη μέρα, θα έπαιρνε πάλι το καράβι για να επιστρέψει στο μικρό άγονο νησάκι της.

Ανήκω εδώ και πολλά χρόνια σε έναν «Ορθόδοξο Κύκλο Κυριών», όπου μελετούμε κάποια κείμενα και συζητούμε κι εκεί δεν επιτρέπονται οι περίεργες ερωτήσεις. Εκεί έχω μάθει ότι οι πολλές ερωτήσεις και η μεγάλη περιέργεια δεν αποτελούν προτέρημα.

Όμως αυτή τη φορά η περιέργεια με νίκησε. Ρώτησα το φίλο μου «σε παρακαλώ, τι βασάνιζε αυτή τη γυναίκα, το έδειχναν τα χαρακτηριστικά της ότι κάτι την βασανίζει, είναι καλά;».
«Την ώρα που τρώγαμε», μου απήντησε, «της διηγήθηκα λίγα από την ιστορία της δύσκολης ζωής μου και τότε εκείνη άρχισε να κλαίει και μου είπε «εσύ δεν ξέρεις από βάσανα, άκου λοιπόν …

»Ο πατέρας μου ήταν ψαράς. Σκοτώθηκε ψαρεύοντας με δυναμίτη. Άφησε πίσω την όμορφη μάνα μου και τρεις κόρες. Ήμουν η μεγαλύτερη. Δεν είχαμε τίποτα. Βγήκαμε εγώ κι η μάνα μου στα χωράφια για μεροκάματο. Δεν τα βγάζαμε πέρα.

» Όταν έγινα δεκάξι χρονών, γνώρισα το Μανωλιό. Θέλαμε να παντρευτούμε. Λεφτά δεν είχαμε. Αποφάσισε να μπαρκάρει στα βαπόρια και να πάω εγώ στην Αθήνα υπηρέτρια. Η μάννα μου δεν ήθελε να φύγω. Φτώχεια μεγάλη. Πού να μείνει μόνη.

» Ο Μανωλιός μου είπε να κάνω υπομονή και να φύγει μόνον αυτός. Δεν θα σε ξεχάσω. Θα προσπαθήσω να ξεμπαρκάρω και να τακτοποιηθώ κάπου όπου θα έχει δουλειά και θάρθω να σε πάρω Ρηνάκι. Θα σου γράφω, μου είπε, χωρίς να βάλω το όνομά μου στο φάκελο. Έτσι δεν θα καταλάβουν στο νησί, ποιος σου γράφει.

» Ο Μανωλιός μπάρκαρε. Η όμορφη Ρηνιώ έκλαψε. Δεν πήγε όμως στο καράβι. Δεν κούνησε το μαντήλι του αποχαιρετισμού. Θα γίνονταν κουτσομπολιά. Το νησί είναι μικρό. Κακό χωριό τα λίγα σπίτια. Ένα μπακάλικο, ένα χασαπιό, το τελωνείο, τα τρία Τ δηλαδή Ταχυδρομείο – Τηλεγραφείο – Τσαγκαράδικο και το απαραίτητο καφενείο, όπου μαζεύονταν οι άνδρες και βγάζανε Βουλή. Αυτό είναι το νησί.

» Μετά από καιρό, το καράβι έφερε ένα σάκο. Ήταν το ταχυδρομείο. Το βράδυ έκατσαν οι άνδρες, αφού ήπιαν τα κρασάκια τους, να χωρίσουν τα γράμματα για τα χωριά του νησιού. Βρέθηκε κι ένα για το όμορφο Ρηνάκι. «Αυτό άστο χώρια» είπαν. Αφού ξεχώρισαν τα γράμματα για να μοιραστούν το πρωί, άρχισε να τους τρώει η περιέργεια για το γράμμα, που ήταν για το Ρηνάκι.

» Το γραμματόσημο ήταν από μακριά. Αλλά δεν είχε αποστολέα. Ποιος άραγε να ήταν; Και τι ήθελε από την μικρή; Κι όχι τίποτ’ άλλο, ήταν και όμορφη κι ήταν κι ακατάδεκτη. Και το άνοιξαν. Βρε τη σουσουράδα! Με το Μανωλιό! Ορίστε! Και μας έκανε και την αγία! Τώρα όμως πώς να το δώσουμε το γράμμα, που το ανοίξαμε… Θα το σχίσουμε και θα το πετάξουμε.

»Και το Ρηνάκι δεν το έλαβε ποτέ το γράμμα. Κι ο Μανωλιός δεν γύρισε ποτέ από την Αμερική, όπου κάποια στιγμή ξεμπάρκαρε. Και η μητέρα της πέθανε ντροπιασμένη από τα καμώματα της πρωτοκόρης της. Το Ρηνάκι δεν παντρεύτηκε ποτέ. Οι αδελφές της παντρεύτηκαν, η μάννα της πέθανε και το Ρηνάκι έμεινε μόνο του.

» Ένας όμως από τους συγχωριανούς στο νησί της, κάποια στιγμή ένιωσε τύψεις. Όταν πιά τα μαλλιά της Ρηνιώς είχαν ασπρίσει, μίλησε. Ήταν όμως αργά για την όμορφη Ρηνιώ. Ο Ηγούμενος του μοναστηριού τα ‘μαθε και θύμωσε με την ιστορία. Της έδωσε ένα κομμάτι γης κι έκανε μια παράγκα για να μένει, όταν δεν μπορούσε πια να δουλεύει στα χωράφια. Σιγά σιγά έφτιαξε το δωμάτιό της για να μένει το χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι βολευόταν κάπου αλλού και το ενοικίαζε για να πάρει κάποια μικρή οικονομική ενίσχυση.

» Τώρα στο γέρμα της ζωής της, ήρθε στο νησί για να προσκυνήσει και να ευχαριστήσει την Παναγία τη Χοζοβιώτισσα για την βοήθειά της καθώς και τον Ηγούμενο του Αμοργιανού Μοναστηριού της και στην προσευχή της να τους συγχωρήσει για ό,τι της έκαναν».

Άκουσα την ανθρώπινη ιστορία αμίλητη κι έτσι έμεινα κι όταν ο φίλος μου σταμάτησε να διηγείται. Ό,τι είχα να πω, το είπα το βράδυ στην προσευχή μου. Την άλλη μέρα η όμορφη Ρηνιώ έφυγε με το καράβι για να συνεχίσει τη μοναχική της πορεία.

Κηφισιά, Νοέμβριος 2019