Χαμένα σπίτια της Κηφισιάς

spitia2a
H Ούρσουλα Σμιθ ανάμεσα στους Στέφανο και Βαγγέλη Μπαλτατζή, στους οποίους παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα γερμανικών, το καλοκαίρι του 1952, στο όμορφο σπίτι της οικογένειας Μπαλτατζή στην οδό Διονύσου

Μετά από πολλά χρόνια, πριν ακριβώς έναν χρόνο, βρέθηκα στο Δεύτερο Δημοτικό Σχολείο της Κηφισιάς για τις δημοτικές εκλογές. Ακολούθησα πάλι τον ίδιο δρόμο που έκανα και όταν ήμουν μικρή. Μόνο που αυτή τη φορά δεν κρατούσα σάκα, ούτε περπατούσα. Με πήγε ο γιος μου με το αυτοκίνητο κι έτσι δεν είχα τον απαραίτητο χρόνο για να παρατηρώ τις διαφορές του χρόνου στην παλαιά μου γειτονιά.

Πού καιρός για δάκρυα… Έπρεπε να βρούμε θέση να παρκάρουμε. Ίσως και καλύτερα. Για να μην αρχίσω την κουβέντα για την καταστροφή της Κηφισιάς που με πονά πολύ. Κι όλο ο γιος μου συμφωνεί ότι όντως πολλά αλλάξανε και την ίδια στιγμή διαφωνεί επίσης, λέγοντάς μου ότι μπορεί τα πράγματα να αλλάξανε, αλλά η Κηφισιά παραμένει πανέμορφη ή έστω εξακολουθεί και είναι η ωραιότερη πόλη, όπως συχνά λέει.

«Να εκεί έχει θέση για ένα αμάξι, δόξα τω Θεώ» του είπα και του έδειξα εκεί στον τοίχο, στη θέση από όπου περνούσε παλιά η αμπολή, η οποία κατέβαινε στην οδό Πεσματζόγλου και πήγαινε το νερό στα περιβόλια στην Κάτω Κηφισιά. Αυτό τον τοίχο πηδούσαμε σαν παιδιά για να πάμε στο σχολείο γρηγορότερα. Εκεί παρκάραμε.

Δίπλα ήταν το σπίτι του Πέτρου Πόγκη, που καβαλούσε τον τοίχο ο αδελφός μου Βασίλης για να παίξει με τις δύο κόρες του, τη Μαργαρίτα και την Τερέζα. Με το γέρικο πόδι μου στον αέρα σταμάτησα να ξαναδώ το σπίτι του. Έμεινα άφωνη. Στη θέση του υπήρχε μία κατοικία … κακόγουστη στα δικά μου μάτια, σαν εργατική κατοικία έμοιαζε, με τα μπαλκόνια της επί της οδού Διονύσου, πιθανώς μπαλκόνια κουζίνας γιατί ήταν γεμάτα με κουβάδες, σφουγγαρίστρες, σκούπες και ξεσκονίστρες. Η κακογουστιά στο μεγαλείο της.

Το σπίτι του Πόγκη ήταν ένα ελβετικό σπίτι, μονοκατοικία, με κόκκινη στρογγυλή πελεκητή πέτρα, μέσα στα πεύκα και πολύ πράσινο. Ο Πόγκης ήταν γραμματεύς της Φρειδερίκης. Μεγάλο σπίτι, από εκείνα τα σπίτια που δεν ξαναγίνονται. Χρειάζονται πολλά χρήματα, αλλά χρειάζεται και μεράκι και βεβαίως τεχνίτες για να δουλέψουν τη συγκεκριμένη πέτρα. Σήμερα λείπουν και τα χρήματα και το μεράκι και οι μάστορες. Δεν ξέρω από πού την έφερναν την κόκκινη πέτρα. Ήταν σαν αυτή με την οποία είναι κτισμένη η σημερινή «Αναπτυξιακή» του Δήμου μας, δηλαδή το σπίτι του Βουλουπιώτη.

spitia1a
Ο μικρός της οικογένειας Μπαλτατζή παίρνει το βραβείο του σε αγώνες ιππασίας από τη Φρειδερίκη, παρουσία του Παύλου κάπου στο 1950. Το σπίτι τους ήταν απέναντι από το σπίτι του Λάμπρου Ευταξία στην οδό Διονύσου (στα δυτικά του σημερινού ΓΑΙΑ) και είναι από τα σπίτια της Κηφισιάς που έχουν σε μεγάλο βαθμό διασωθεί, ενώ μέχρι πριν λίγα χρόνια στην πόρτα της αυλής παρέμενε η επιγραφή «Μην ταϊζετε τον ίππον»

Χωρίς να το θέλω θυμήθηκα τον πατέρα μου που μία Κυριακή, κάπου στο 1950, ήρθε στο σπίτι στενοχωρημένος. Στην ερώτηση της μητέρας μου για το τι συμβαίνει, αποκρίθηκε «σήμερα άρχισε η καταστροφή της Κηφισιάς». Γκρέμισαν το σπίτι του Ξύδη.
«Γιατί;» τον ρώτησε η μητέρα μου. «Κανείς δεν ξέρει» απήντησε ο πατέρας μου «αλλά αν έβλεπες μόνο το γραφείο του Μαρίκα, θα καταλάβαινες ότι τέτοια σπίτια δεν γίνονται πλέον». «Κι εσύ πού το ξέρεις;» τον ρώτησε η μητέρα μου. «Είχα πάει με τον Αχιλλέα Γεωργαντά για τον ΑΟΚ» της αποκρίθηκε, συμπληρώνοντας «πού να βρεθούν τόσα χρήματα για να ξαναγίνει τέτοιο σπίτι κι αν τα βρει κάποιος, είναι δύσκολο να έχει και το γούστο και το μεράκι. Κρίμα την πόλη».

Δεν το είχα δει αυτό το σπίτι. Βρισκόταν στην Όθωνος, κάπου μεταξύ Διονύσου και Λεβίδου. Το άκουγα, όπως άκουγα και πολλά άλλα, από τον πατέρα μου που ήταν ερωτευμένος με την Κηφισιά και γι’ αυτό ανακατευόταν στα κοινά, είτε στον Αθλητικό Όμιλο Κηφισιάς που ήταν ο μεγάλος του έρωτας, είτε στον Δήμο Κηφισιάς όπου προ αμνημονεύτων ετών είχε κάνει Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου κι Αντιδήμαρχος.

Σε μένα και στον αδελφό μου, άρεσε να μας πηγαίνει ο πατέρας μας στις κούνιες. Αυτές ήταν σε ένα κέντρο που είχε ο Βοτανόπουλος προς το τέλος της Δεληγιάννη ψηλά. Πριν φθάσουμε όμως, εκεί αριστερά, κάποιος Μελάς που είχε μία κόρη μεγαλύτερη από μένα, την Τζούλη, είχε ένα σπίτι πολύ ωραίο. Θαρρώ πως ήταν του Δανού αρχιτέκτονα Χάνσεν, όπως λέει ο αγαπητός φίλος κ. Ραφτόπουλος, γιατί αυτός ο αρχιτέκτονας έφτιαχνε σπίτια που η στέγη τους υψωνόταν κατακόρυφα στον ουρανό.

Σε κάποιο λοιπόν περίπατο, προ πολλών ετών, πήγα προς τα εκεί για να το δω και δεν το βρήκα. Είχε αποδημήσει κι αυτό. Κοντοστάθηκα και μου φάνηκε πως άκουσα πάλι τον πατέρα μου να μου φωνάζει «πάλι τα σπίτια χαζεύεις; Περπάτα λοιπόν για να φθάσουμε κάποτε στις κούνιες».

Τέτοιο σπίτι υπήρχε και στη γωνία των οδών Διονύσου και Σπάρτης, απέναντι από τη σημερινή Αναπτυξιακή. Ήταν του γιατρού Σαχτούρη. Θύμα της αντιπαροχής που κατέστρεψε την αστική κληρονομιά του αττικού τοπίου. Όπως γράφει κι ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς, η αντιπαροχή υπήρξε ένα από τα πλέον στυγερά εγκλήματα εις βάρος της υπέροχης Αττικής, της περιοχής που αν το σκεφθεί κάποιος γέννησε πολλά από εκείνα, τα οποία σήμερα χαρακτηρίζουμε ως δυτικό πολιτισμό. Με κόκκινη πέτρα σαν του Πόγκη και σαν της Αναπτυξιακής, υπήρχε σπίτι και απέναντι από το Ζηρίνειο. Μία πολύ ωραία μονοκατοικία. Κρίμα υπήρξε η κατεδάφισή της. Ένα πανέμορφο κτήριο.

Ένα άλλο σπίτι που θαύμαζα σαν παιδί, ένα ωραίο διατηρητέο, μικρό και κομψό σαν μπιμπελό, ήταν δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, διώροφο με παράξενο σχέδιο. Δεν είμαι αρχιτέκτων για να καταλαβαίνω πολλά, αλλά μου έμοιαζε ότι όποιος το είχε σχεδιάσει ήταν ή αθεράπευτα ρομαντικός ή ερωτευμένος με την οικοδέσποινα.

Από παιδί που πήγαινα στο διπλανό σπίτι, επειδή ο αδελφός της μάνας μου, Γιώργος Κατσίμπας, ήταν ο κηπουρός του σπιτιού, καθόμουν και το χάζευα με τις ώρες γιατί μου άρεσε ιδιαίτερα. Ήταν τα χρόνια της Κατοχής των Γερμανών. Τελικά το σπίτι παραχωρήθηκε νομίζω από τον Δήμο στον Άγιο Γεώργιο για να γίνει πολιτιστικό κέντρο και φυσικά γκρεμίστηκε για να οικοδομηθεί το κέντρο.

Άλλο πανέμορφο σπίτι με πολλά αγάλματα (άραγε τι απέγιναν;) ήταν του Ρετσίνα απέναντι από το Μουσείο Γουλανδρή. Διατηρητέο. Κατεδαφίστηκε σε χρόνο ρεκόρ.

Πώς να μην γκρινιάζω για την πόλη (που λέει κι ο γιος μου) με τόσες κατεδαφίσεις. Θυμάμαι πριν πολλά χρόνια, ένα καλοκαίρι στις διακοπές μας στην Αμοργό, που γνώρισα ένα αρχιτέκτονα ο οποίος γύρισε και μου είπε μία ιστορία για κάποιον αγοραστή παλαιού κηφισιώτικου σπιτιού, που τελικά κατόρθωσε και γκρέμισε το παλαιό διατηρητέο που αγόρασε, αν και ήταν όμορφο και συντηρημένο πολύ καλά. Κατέληξε στην κουβέντα να μου πει «βάλτε ένα φρένο στην καταστροφή της πόλης σας, γνωρίζετε ποιους πρέπει να εμποδίσετε, όλοι το ξέρουν».

Στη γειτονιά μου βρισκόταν το σπίτι του εφοπλιστή Μπουρνιά. Κηφισίας, Σαρανταπόρου και Στροφυλίου. Ένα απλό κηφισιώτικο σπίτι, μία όμορφη μονοκατοικία με απλό μεσογειακό κήπο, με πολύ πράσινο και γαρμπίλι στα δρομάκια του κήπου, που πλαισιώνονταν από τσιμισίρια. Είχε μία υπέροχη βαριά σιδερένια εξώπορτα από μασίφ σίδερο με τα αρχικά του ιδιοκτήτη και με δύο μπρούτζινα κεφάλια λιονταριού. Χρησιμοποιήθηκε για χρόνια ως σχολείο Παπαδοπούλου και σχολείο Μοντεσσόρι.

Όταν κατεδαφίστηκε, εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν οι τετράφυλλες πόρτες του σαλονιού. Είχα δει, τις περισσότερες φορές, πόρτες από σαλόνια, που δίπλωναν για να χωρίζουν το σαλονάκι από την τραπεζαρία και οι οποίες ήταν συνήθως ξύλινες, σκέτες, χωρισμένες σε τρία τετράγωνα. Οι πόρτες όμως που έβγαλαν στο δρόμο και τις ακούμπησαν στο διπλανό τοίχο, όταν γκρεμίσανε το σπίτι του Μπουρνιά, ήταν τετράφυλλες με κρύσταλλα. Κάθε τετράγωνο ήταν χωρισμένο σε μικρά τετραγωνάκια γύρω στα δεκαπέντε εκατοστά και ήταν με σχέδια. Τις πρόσεξα καλά γιατί ήταν εντυπωσιακή η άριστη κατάστασή τους, παρά το γεγονός ότι το σπίτι είχε χρησιμοποιηθεί για πολλά χρόνια ως σχολείο.

Ακόμη ένα ωραίο σπίτι που χάθηκε και που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ιστορικό» λόγω του ιδιοκτήτη του, ήταν του Ξενοφώντα Ζολώτα, διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Του ανθρώπου, που εκφώνησε τις δύο θρυλικές ομιλίες, το 1957 και το 1959, στο πλαίσιο των ετήσιων συναντήσεων της Παγκόσμιας Τράπεζας, χρησιμοποιώντας μόνον αγγλικές λέξεις ελληνικής προέλευσης. Το σπίτι του ήταν φτιαγμένο με κόκκινη λαξευτή πέτρα. Στη θέση του σήμερα βρίσκεται μία μοντέρνα κατασκευή. Έχει διασωθεί, νομίζω, το εκκλησάκι του.

Και τέλος για να μην σας κουράζω άλλο με τα παλιά, χάθηκε το σπίτι του Λέοντος Μελά, γιου του Ηπειρώτη μεγαλέμπορου και Φιλικού Γεωργίου Μελά. Οι γνωστοί, σε μας τους Κηφισιώτες, Δημήτριος Βικέλας και Παύλος Μελάς ήταν ανίψια του. Το σπίτι αυτού του μεγάλου παιδαγωγού, ο οποίος έβαλε το μάθημα της παιδαγωγικής στο Αρσάκειο κι έγραψε το αγαπημένο για μας τους παλιούς βιβλίο «Γεροστάθης» – για χρόνια το αναγνωστικό στο δημοτικό σχολείο, στέγασε το πρώτο δοκιμαστικό Μεικτό Γυμνάσιο στην Ελλάδα. Το Μεικτό Γυμνάσιο Κηφισιάς. Και σ’ αυτό η πόλη της Κηφισιάς υπήρξε πρωτοπόρα. Μεικτό γυμνάσιο τότε. Σήμερα μοιάζει αυτονόητο, αλλά στην κοινωνία του τότε, σας διαβεβαιώνω πως δεν ήταν.

Πόσα αγόρια της Κηφισιάς, εκεί μέσα, χτένισαν τη χωρίστρα τους στον μεγάλο καθρέφτη που ήταν μπροστά στην είσοδο; Πόσες φορές θυμώσαμε με τον μπαρμπα Στάθη που καθόταν μπροστά στον καθρέφτη με την κουδούνα του; Πόσες φορές εκεί μέσα η γυμνάστρια Βουδούρη μου είπε «Παρδάλη θα σου κόψω το τσουλούφι».

Θυμόσαστε, αγαπημένες φίλες και αγαπημένοι φίλοι, όσοι έχουμε ακόμη την ευλογία να ζούμε; Με καταλαβαίνετε; Κατανοώ ότι ο κόσμος πάει μπροστά, αλλά ακόμη αδυνατώ να καταλάβω γιατί για να προχωρήσει, χρειάζεται να καταστρέφει τόσο συχνά την ομορφιά.
Προτείνω λοιπόν στους παλαιούς συμμαθητές μου, που υπήρξαν δημοτικοί σύμβουλοι και εκλεγμένοι άρχοντες στην πόλη την ευλογημένη με αισθητική και με γράμματα, να προσπαθήσουν να τοποθετηθεί έστω μία επιγραφή μνήμης εκεί όπου υπήρξε δοκιμαστικά το πρώτο Μεικτό Γυμνάσιο, το Γυμνάσιο της Κηφισιάς.

Έτσι για να τιμήσουμε εκείνο το γραφτό του Ευριπίδη, με το οποίο άρχιζε κάθε κεφάλαιο στο βιβλίο μας στο δημοτικό, «τρείς εισίν αρεταί τάς χρεών σ’ ασκείν, τέκνον, θεούς τε τιμάν τους τε φύσαντες γονής νόμους τε κοινούς Ελλάδος και ταύτα δρών κάλλιστον έξεις στέφανον ευκλείας αεί».