Η σκυλίτσα μας και τα πεινασμένα Χριστούγεννα της Κατοχής

Ουρανία
Η Χριστίνα Δατσέρη- Κυπραίου με την Ουρανία Παρδάλη Νομικού και την Βάσω Τσαλαβούτα

Έτσι θυμάμαι την Κηφισιά

Γράφει η Ουρανία Παρδάλη Νομικού

 Γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ όπου και τώρα είναι το σπίτι μας, Κρήτης και Στροφυλίου. Βέβαια τότε η περιοχή ήταν διαφορετική. Η Στροφυλίου δεν ήταν δρόμος. Τότε πέρναγαν οι σιδηροδρομικές γραμμές για το τρενάκι που κατέβαζε τα μάρμαρα από το ιερό βουνό της Αθήνας, την Πεντέλη. Στον δρόμο, επάνω στο μικρό ρέμα, υπήρχε ένα γεφυράκι σε πολύ κακή κατάσταση. Τόσο κακή που προτιμούσαμε να κατέβουμε στο ρεματάκι, ακόμη κι αν είχε νερό, παρά να ανέβουμε στο γεφυράκι για να περάσουμε τον δρόμο.

Όταν έγινε Δήμαρχος ο Ζωμόπουλος, γύρω στο 1960, έκανε τη Στροφυλίου δρόμο και κατήργησε το γεφυράκι. Θυμάμαι ότι είχε τότε πει, πως φρόνιμο θα ήταν να μην περνούν μεγάλα και βαριά αυτοκίνητα. Η επόμενη αλλαγή στον δρόμο ήρθε μετά από δεκαετίες, όταν ο Νίκος Χιωτάκης, ως Δήμαρχος, έκανε με χρήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον πεζόδρομο-ποδηλατόδρομο. Εξελίχθηκε η οδός Στροφυλίου σε έναν υπέροχο δρόμο περιπάτου για γονείς με τα καρότσια των μωρών τους, για ζευγαράκια, για ηλικιωμένους, για δρομείς, για ποδηλάτες, για φιλόζωους που βγάζουν βόλτα το σκυλάκι τους. Στην εποχή των τελευταίων ετών της πανδημίας και της καραντίνας, η Στροφυλίου ως πεζόδρομος ή ποδηλατόδρομος απέδειξε περίτρανα την κοινωνική της χρησιμότητα. Εκατοντάδες άνθρωποι καθημερινά απολαμβάνουν ίσως τις πιο ενδιαφέρουσες ή τις πιο ευχάριστες στιγμές της ημέρας τους, περπατώντας ή ποδηλατώντας εκεί.

etsi thymamai-ourania1Καθισμένη στη βεράντα μου, μόνη λόγω της πανδημίας αλλά και της ασθένειας του συζύγου μου που ήταν ξαπλωμένος μέσα, παρακολουθούσα και είχα την ευκαιρία να βλέπω διάφορα και να θυμάμαι άλλα τόσα. Η αλήθεια είναι ότι περισσότερο από όλα, περνούν συμπολίτες μας σε χαλαρή βόλτα με το σκυλί τους. Για εμένα την ηλικιωμένη, δεν έμειναν και πολλά περισσότερα να κάνω από το να χαζεύω την «περατζάδα» και να αναπολώ τα παλιά της Κηφισιάς.

Βλέποντάς τους, θυμάμαι συχνά ένα μικροκαμωμένο σκυλάκι που εμφανίστηκε κάποια στιγμή στο σπίτι του παππού μου, του Βασίλη Παρδάλη, που ήταν στα διακόσια μέτρα από το σημερινό μου σπίτι. Το σκυλάκι προσκολλήθηκε αμέσως στον παππού μου. Ήταν μαυρόασπρο. Το φωνάζαμε Ντόλυ.

Στον κήπο, κάτω, είχαμε μία ρεμίζα όπως την αποκαλούσαν, όπου βάζαμε τα ξύλα του χειμώνα και υπήρχαν και τα απαραίτητα για το κόψιμο των ξύλων για το τζάκι. Εκεί λοιπόν η γιαγιά η Παρδάλαινα έβαλε το σπιτάκι της Ντόλυ. Της είχε βάλει και ένα παλιό σακάκι του παππού για να μην κρυώνει και δύο μεγάλους κεσέδες του γιαουρτιού, έναν για το φαγητό της και έναν για το νερό.

Πήγαινε λοιπόν η γιαγιά εκεί με μία ξύλινη κουτάλα για να κάνει φροντιστήριο καλής αγωγής στην Ντόλυ. Της έλεγε «Άκου Ντόλυ, πρόσεχε, εδώ θα τρως, θα κοιμάσαι και θα λερώνεις. Μετά η κοπέλα θα σκουπίζει τον χώρο σου και θα είναι καθαρός. Δεν θα σκάβεις τον κήπο καθόλου. Κατάλαβες;». Η Ντόλυ κουνούσε την ουρά της και η συζήτηση τελείωνε αισίως.

Πράγματι δεν πείραξε ποτέ η σκυλίτσα μας τον κήπο της γιαγιάς μου. Η χαρά της η μεγάλη ήταν να τρίβεται στο παντελόνι του παππού και να τον συνοδεύει στη στάση του λεωφορείου.

Είχε μάθει πολύ καλά τα δρομολόγια των λεωφορείων της Εκάλης. Εμείς γελούσαμε που την παρακολουθούσαμε να έχει γίνει ο ελεγκτής των λεωφορείων. Άνοιγε και έκλεινε τη μικρή πόρτα του κήπου, σηκώνοντας το μικρό της σώμα στα δύο μπροστινά της πόδια, για να μπει και να βγει ο παππούς. Η Ντόλυ παρακολουθούσε κάθε κίνηση του παππού και γρήγορα έμαθε όλα τα δρομολόγια των λεωφορείων της Εκάλης και της Δροσιάς, που τότε λεγόταν Ρωσσόπολη. Αυτά τα λεωφορεία χρησιμοποιούσαν οι Κηφισιώτες για να μετακινηθούν από την πλατεία της Κηφισιάς προς τα βόρεια ή για να έρθουν προς την πλατεία.

Ο παππούς έπαιρνε το λεωφορείο για να κατέβει στην πλατεία όπου είχε το καφενείο του. Η Ντόλυ τον συνόδευε πάντοτε. Οι οδηγοί των λεωφορείων και οι εισπράκτορες τους έβλεπαν και γελούσαν. Μπροστά ο παππούς και πίσω η σκυλίτσα του.

Μια μέρα η Ντόλυ, όταν γύρισαν, ξέχασε να κλείσει την πόρτα του κήπου. Ο παππούς τη μάλωσε. «Ντόλυ, την πόρτα την άφησες ανοιχτή» της είπε. Η Ντόλυ τρέχοντας πήγε και την έκλεισε και κρύφτηκε μετά κάτω από το τραπέζι. «Έλα Ντόλυ, δεν πειράζει» της είπε ο παππούς «άλλη φορά να προσέχεις». Η Ντόλυ βγήκε με κατεβασμένο το κεφάλι.

Η γιαγιά βρήκε ευκαιρία να μας τα σούρει. «Η Ντόλυ έχει περισσότερο φιλότιμο από εσάς» μας τόνισε με ύφος αυστηρής γιαγιάς.

Μετά το φαγητό της οικογένειας, η γιαγιά τάιζε την Ντόλυ στο σπιτάκι της και το βράδυ, πάντοτε κατά τις οκτώ που ερχόταν ο παππούς, της έφερνε τον μεζέ της από την ταβέρνα του Μικέ που ήταν στην οδό Κασσαβέτη, στα μαγαζιά της οικογένειας Παρδάλη.

Και ήρθε η. Τα πράγματα άλλαξαν. Δυσκόλεψαν. Τους χειμώνες γίνονταν ακόμη δυσκολότερα. Κοιτούσε ο παππούς τη Ντόλυ και μιλούσε μαζί της. «Καημένη Ντόλυ, τι θα φας τώρα, σούπα καλαμπόκι με καρότα, ψωμί με σπόρια από σκουπόσπορο ή λαχανίδες; Ό,τι έχουμε θα σου δώσω κι ο Θεός βοηθός».

Η Ντόλυ τον κοιτούσε. «Πάνε τα μεζεδάκια Ντόλυ μου, ξέχασέ τα» της έλεγε στενάχωρα ο παππούς μου.

Ένα απόγευμα η Ντόλυ δεν εμφανίστηκε για να συνοδεύσει τον παππού, που μετά το μεσημεριανό του ύπνο πήγαινε στο καφενείο του στην πλατεία. Η γιαγιά την φώναξε, αλλά εκείνη δεν φάνηκε.

«Μην φωνάζεις γυναίκα, δεν θα έρθει» της είπε ο παππούς και προχώρησε στενόχωρα προς την μικρή πόρτα του κήπου. Η γιαγιά συνέχισε. «Γυναίκα, την Ντόλυ δεν θα την ξαναδούμε» της είπε ο παππούς και χαμήλωσε τον κούκο του για να μην φανούν τα βουρκωμένα του μάτια. «Σε κάποιο σπίτι η Ντόλυ έγινε γιουβέτσι» είπε και κατέβασε περισσότερο τον κούκο του κι έφυγε σέρνοντας τα πόδια του.