Νόσησε η «ελίτ»

κορωνοΙός στην Κηφισιά
Μας έμεινε το στίγμα

Πρωταθλητές δεν είμαστε. Τη δεύτερη θέση «κέρδισε» η Κηφισιά ως ο Δήμος με τα περισσότερα επιβεβαιωμένα κρούσματα κορωνοϊού στην Ελλάδα. Ως ο δεύτερος Δήμος με τα περισσότερα κρούσματα πανελλαδικά από την αρχή της επιδημίας αναφέρθηκε από τον Υφυπουργό Πολιτικής Προστασίας Νίκο Χαρδαλιά ο Δήμος Κηφισιάς, κατά την ενημέρωση της 3ης Μαΐου και συγκεκριμένα αναφέρθηκε σε 116 κρούσματα σε σύνολο 2.626 κρουσμάτων στην Ελλάδα.

Τα σχετικά πολλά κρούσματα σε σχέση με τον πληθυσμό της πόλης δεν θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν, εάν δεν υπήρχαν κάποιες κοινωνικές εκδηλώσεις πριν το γενικό κλείσιμο στα σπίτια.  Μία κηδεία και κάποιο ή κάποια τραπέζια σε εστιατόρια της πόλης φαίνεται ότι υπήρξαν οι βασικές αιτίες για τη μετάδοση του ιού.

Από την άλλη η δικαιολογία για την αναφορά των πολλών κρουσμάτων στην Κηφισιά, θα μπορούσε να είναι ότι απλώς στην Κηφισιά επιβεβαιώθηκαν, δεδομένου ότι τα άτομα που προσβλήθηκαν προέρχονταν από την «ελίτ» του ιατρικού και επιχειρηματικού κόσμου. Είχαν λοιπόν τη δυνατότητα και πρόσβαση στο τεστ ανίχνευσης του ιού, σε αντίθεση ίσως με μέρος του πληθυσμού για τον οποίο ήταν εξαιρετικά δύσκολο, ακόμα και με την εμφάνιση συμπτωμάτων να έχει πρόσβαση στο τεστ.

Εάν υπήρχε η δυνατότητα το τεστ να γίνει στο σύνολο του πληθυσμού της χώρας ίσως ο Δήμος Κηφισιάς να ερχόταν πολύ πιο πίσω στην κατάταξη των κρουσμάτων.

Η δήλωση του υφυπουργού, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε πλήθος αντιπαραθέσεων στα κοινωνικά δίκτυα.

Ο δημοτικός σύμβουλος Χρήστος Καλός αναρωτιέται σε υψηλούς τόνους αν τελικά ο Δήμαρχος και η Δημοτική Αρχή γνώριζαν για τα αυξημένα κρούσματα ή όχι. Μάλιστα ανάρτησε και δημοσίευση δημότη  με καταγγελία ότι είχε ενημερώσει δημοτικό σύμβουλο για κρούσμα σε πολυκατοικία με θάνατο, το οποίο αποσιωπήθηκε για να μην μπει σε καραντίνα η πολυκατοικία. Θεωρώντας ότι η Δημοτική Αρχή δεν μπορεί να ανταπεξέλθει απαιτεί σύγκλιση διαπαραταξιακού συμβουλίου ώστε να μην ρισκάρουν οι κάτοικοι νέα καραντίνα από λάθος επιλογές.

Ο πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου της Νέας Ερυθραίας, γιατρός, Χρήστος Λούμπιας,  οποίος πήγε και ως εθελοντής γιατρός στην Καστοριά, όπου ανιχνεύθηκαν επίσης πολλά κρούσματα, αναφερόμενος στην ανακοίνωση έγραψε μεταξύ άλλων:

«Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι πρέπει άμεσα να δοθούν τα επιδημιολογικά στοιχεία και εκτενέστατη πληροφόρηση στον Δήμο μας έτσι ώστε να ενταθούν τα μέτρα προστασίας απέναντι στην εξάπλωση της πανδημίας. Δημοτική αστυνομία, Πολιτική Προστασία, Κοινωνικές Υπηρεσίες του Δήμου μας από αύριο θα έχουν να επιτελέσουν ένα πολύ δύσκολο κοινωνικό έργο.»
Κάποιος σε σχόλιο του ανέφερε ότι λογικό ήταν να υπάρχουν κρούσματα αφού καθημερινά στο κέντρο της Κηφισιάς κυκλοφορούσαν αθλητές, ποδηλάτες, κόσμος για βόλτα με έναν καφέ στο χέρι. Άρα τι θα έπρεπε να περιμένουμε;

Να σημειώσουμε ότι η εικόνα αυτή επικρατούσε σε όλη την Ελλάδα, σε όλα τα πάρκα και τις πλατείες, ο κόσμος προσπαθούσε να χαρεί όση από την ελευθερία του επιτρέπανε και ούτε από τα σκυλιά, ούτε από τους καφέδες μπορεί να κολλήσει κανείς τον ιό.

Ο Γιώργος Ζυγούμης, δραστήριος στην παρακολούθηση των κοινών της Κηφισιάς, αναφέρει ότι δεν μπορούμε να ρίχνουμε την ευθύνη στους ανθρώπους στους δρόμους, ότι τα κρούσματα στην Κηφισιά οφείλονται και στα ταξίδια των κατοίκων της στην Ευρώπη και ότι δεν θα είχε χρειαστεί καν το lock down αν εξετάζονταν από τον Ιανουάριο όσοι έρχονταν από το εξωτερικό.

Και φυσικά ο δημοτικός σύμβουλος Γιάννης Καπάτσος, με έφεση στις καταγγελίες, μιλάει για ώρα σιωπής και ντροπής και αναρωτιέται αν τα νούμερα αυτά τα γνώριζε ο Δήμαρχος. Δεν θα αναρωτηθούμε τι θα μπορούσε άραγε να κάνει ο δήμαρχος αν τα γνώριζε. Θα έπρεπε να είχε απαγορεύσει τις συγκεντρώσεις πριν αυτό επιβληθεί σε όλη την Ελλάδα;

Η συζήτηση εκεί επικεντρώνεται πάνω στη λέξη «ντροπή», όπου όμως δεν καταφέραμε να καταλάβουμε ποιος θα έπρεπε να ντρέπεται και γιατί.

Όπως και να έχει πάντως από το #«Μένουμε σπίτι» περνάμε στο ΧΑΜ, Χέρια, Αποστάσεις, Μάσκες.

Θα περάσει καιρός μέχρι να αγκαλιάσουμε και να φιλήσουμε έναν φίλο που έχουμε καιρό να δούμε. Και μέχρι τότε μπορεί να έχουμε ξεχάσει πώς γίνεται.