Το παγκάκι της στάσης κι ένα αστέρι

kalamata pagkaki

Όχι στο πάρκο, στην παιδική χαρά ή στο πεζοδρόμιο. Ήταν το παγκάκι της στάσης του λεωφορείου που πήγαινε παραλία. Παρ’ ότι είχε βρέξει τη νύχτα κι ο ουρανός σκεπαζόταν από σύννεφα στις αποχρώσεις του γκρι, έκανε ζέστη. Έτσι όταν το πρωί βγήκε στο μπαλκόνι να ελέγξει τον καιρό, προβληματίστηκε αν έπρεπε να πάει στη θάλασσα ή όχι. Τι να έκανε στο σπίτι; Δεν είχε κάτι αξιόλογο να την κρατήσει. Άλλωστε ήταν εκεί για διακοπές. Αποφάσισε λοιπόν θάλασσα. Κάποιες από τις φίλες και γνωστές οπωσδήποτε θα είχαν την ίδια άποψη και θα τις έβρισκε εκεί, στο καφενείο, μπροστά στο κύμα. Αν η θάλασσα ήταν όπως ήλπιζε θα έκανε το μπάνιο της, αν όχι θα έπινε το καφεδάκι της, θα χαιρόταν το φθινοπωρινό ντεκόρ της περιοχής και όπως κάθε μέρα θα γύριζε στο σπίτι μεσημεράκι πλέον. Μια επιθεώρηση στην τσάντα του μπάνιου, την έβαλε στον ώμο και ξεκίνησε. Στον δρόμο κοντοστάθηκε, κοίταξε αριστερά της τα βουνά που είχαν χάσει τις κορυφές τους στα σύννεφα που τα είχαν καλύψει, κούνησε το κεφάλι αμφισβητώντας την απόφασή της και τράβηξε για τη στάση. Θα περνούσε από ένα κατάστημα στο κέντρο, να πάρει κάτι που χρειαζόταν.

Εκείνη την ώρα εκτυλισσόταν μια διαμαρτυρία μαθητών. Είχαν ένα, δυο πανό που δε διαβάζονταν έτσι όπως τα κρατούσαν. Στάθηκε να δει και να ακούσει τα παιδιά. Δεν ακούγονταν καθαρά τα συνθήματά τους γιατί δεν συντονίζονταν και τα πανό τους ταλαντεύονταν ώστε δύσκολα διαβάζονταν. Κι ενώ προχωρούσαν κολλητά μεταξύ τους, χωρίς μάσκα, προφανώς ζητούσαν λίγα παιδιά στην τάξη. Τούτο το αίτημα έφερε στη θύμησή της την τάξη της τον καιρό εκείνο που ήταν 60 ή και πιο πολλά παιδιά στην τάξη και μάθαιναν να γράφουν, να μιλάνε και περνούσαν στο Πανεπιστήμιο μόνο με μεγάλους βαθμούς και όχι με βαθμούς κάτω από τη βάση. Σκέφτηκε από την άλλη ότι ίσως είναι δικαιολογημένα τα αιτήματά τους, επειδή φοβούνται τον κακό κορονοϊό.

Κοίταξε το ρολόι της και αποχώρησε από τον χώρο της διαμαρτυρίας  γιατί έπρεπε να προλάβει το  για τη θάλασσα. Έτσι κατευθύνθηκε στο παγκάκι της στάσης. Φορτισμένη από τα συμβαίνοντα που παρακολούθησε κάθισε μουρμουρίζοντας. Αυτό ήταν η αφορμή για να αρχίσει μια κουβέντα με τον αρκετά ηλικιωμένο κύριο που καθόταν δίπλα της. Έγιναν οι εκ μέρους του κλασσικές ερωτήσεις. “Είσαι από εδώ; Έχεις οικογένεια;” Και άλλα σχετικά που λέγονται μέχρι να έλθει το λεωφορείο.

Όταν είδε το λεωφορείο να έρχεται σηκώθηκε  και τότε ο παππούς τής θύμισε να βάλει τη μάσκα της και να σηκώσει το χέρι για να σταματήσει ο οδηγός, γιατί δεν υπήρχε άλλος στη στάση. Εκείνος δεν σηκώθηκε ούτε όταν πέρασε το λεωφορείο της άλλης γραμμής. Μόλις που είχε προλάβει να κάνει δυο  βήματα, άκουσε τον χαρακτηρισμό «Είσαι αστέρι».Γύρισε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Πράγματι. Γι’ αυτήν το είπε. Σήκωσε το χέρι της, τον χαιρέτισε και μπήκε στο λεωφορείο.  Είναι αλήθεια, παρότι ήταν στην αρχή, αρχή της ένατης δεκαετίας της ζωής της, δεν είχε ξανακούσει  να της απευθύνεται ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός.

Μετά, μέσα στη θάλασσα που άκουγε μικρές συντροφιές να μιλούν, να γελάνε ή να λένε τα νέα τα δικά τους και των  φίλων στους άλλους φίλους, προβληματίστηκε.Έφερε πάλι στο μυαλό της τον παππού στο παγκάκι. Είπε ότι ήταν 86 χρονών. Ήταν εκεί, δεν πήρε λεωφορείο, μίλησε λίγο μαζί της. Τάχα καθόταν εκεί για να έχει την ευκαιρία να μιλήσει με κάποιον; Ήταν μόνος; Μήπως δεν είχε χρήματα να καθίσει σ’ ένα «καφέ»; Γιατί τώρα που το έφερνε πάλι στο μυαλό της το περιστατικό, νόμισε ότι όταν πήγε εκεί, αυτός κάτι κρατούσε στο χέρι και έτρωγε.

Όποια κι αν ήταν η αιτία, υπήρχε η ανάγκη για επικοινωνία. Και πιο εύκολα μιλάς σε έναν άγνωστο, πιο εύκολα εξωτερικεύει κανείς την αγανάκτησή του για τον σύζυγο, τα παιδιά ή τους φίλους του σε έναν ξένο αφού δεν κινδυνεύει να μεταφερθούν.Την βασάνισαν κάμποσο αυτές οι σκέψεις, αλλά μετά η ήρεμη θάλασσα την απάλλαξε από σκέψεις και προβληματισμούς και κράτησε μόνο τον χαρακτηρισμό «αστέρι».

Αυτά από ένα συννεφιασμένο καλοκαιρινό πρωινό, σε μια όμορφη πόλη, που τα έχει όλα.

Άννη Μπάκα