«Ένας φίλος Κηφισιώτης ήρθε απόψε απ’ τα παλιά»

Έχουμε τελειώσει μαζί το δεύτερο δημοτικό σχολείο Κηφισιάς καθώς και το πρώτο μεικτό Γυμνάσιο Κηφισιάς, που δημιουργήθηκε πειραματικά σαν πρώτο μεικτό γυμνάσιο. Οι οικογένειές μας είναι από τις πρώτες, που εγκαταστάθηκαν στην πόλη μας. Εν τούτοις δεν είχαμε καμία επαφή.

Εργαζόμουν στο μαγαζί του πατέρα μου, ένα καφεκοπτείο στη γωνία Κασσαβέτη και Δροσίνη, απέναντι από το σημερινό ζαχαροπλαστείο Βάρσου. Εκείνος στη δική τους οικογενειακή επιχείρηση. Ούτε τότε βρεθήκαμε ποτέ κάποιο από τα Σαββατόβραδα, που συγκεντρωνόντουσαν στο μαγαζί του πατέρα μου οι ποδοσφαιριστές και οι αθλητές του Αθλητικού Ομίλου Κηφισιάς για να συζητήσουν τα αθλητικά της πόλης. Έρχονταν σχεδόν όλοι, γιατί ο πατέρας μου ήταν στη διοίκηση του σωματείου. Εκείνος δεν είχε φανεί ποτέ στο μαγαζί μας.

Κι όμως μετά από χρόνια έμαθα ότι υπήρξε ο έμπιστος και πολύτιμος κρυφός συνεργάτης του πατέρα μου, όλα εκείνα τα χρόνια που ήταν στη διοίκηση του ΑΟΚ. Αυτό με ξάφνιασε. Μετά το γάμο μου το 1960, έφυγα για χρόνια από την Κηφισιά για λόγους εργασίας του συζύγου μου. Χάθηκα με τους παλαιούς συμμαθητές μου. Μου έλειψαν, δεν το κρύβω. Μου έλειψαν πολύ.

Ένα βράδυ, μετά από χρόνια αρκετά που είχαμε γυρίσει στην Κηφισιά, αφού ο σύζυγός μου ήταν πλέον συνταξιούχος, κτύπησε το τηλέφωνό μας. Μια φωνή από το παρελθόν ήθελε να μας επισκεφθεί. Έτσι λοιπόν βρεθήκαμε με τον παλαιό συμμαθητή. Ήρθε με την σύζυγό του. Κι αυτή παλαιά Κηφισιώτισσα. Μου εξεδήλωσαν την επιθυμία τους να διατηρήσω την ανωνυμία τους και να μην συζητήσω την επίσκεψή τους. Έγινε και παραμένει σεβαστή.

Έκτοτε βρεθήκαμε πολλές φορές. Ήρθαν και οι δύο γεμάτοι αναμνήσεις. Η μια κουβέντα έφερνε την άλλη. Τι να πρωτοθυμηθείς. Κάποια στιγμή με ρώτησε ο συμμαθητής μου «βρε παιδί μου, γιατί δεν άλλαζες ποτέ δρόμο, παρά ακολουθούσες πάντα τον ίδιο;». «Κι εσύ πού το ήξερες;» του απήντησα. «Πολλά ξέρω» ήταν η απάντηση η δική του.

«Φίλε μου ξεχνάς, πως σαν κατέβαινα από την λεωφόρο, θα μου έκανε έλεγχο ο μπάρμπας μου ο Αλέκος Παρδάλης ή Τρίχας, όπως ήταν το παρατσούκλι του στην πλατεία. Σαν περνούσα ανάμεσα από τα δύο ξενοδοχεία της πλατείας, την «Πλάζα» και την «Αίγλη» δηλαδή, θα είχα να αντιμετωπίσω δύο θηρία. Πρόσεξε. Από την Αίγλη έβγαινε ο μπαρμπα-Σωτήρης ο Δημητρακόπουλος και από του Θωμά του Βώκου έβγαινε από το πίσω μέρος ο Μυταράς, δηλαδή ο ψάλτης του Αγίου Δημητρίου. Άντε βγάλτα πέρα εσύ με εκείνους τους δυό. Γελάς; Έπαιρνα λοιπόν, φίλε μου, τον πάνω δρόμο κι είχα το κεφαλάκι μου ήσυχο. Έτσι πολλά που θα μπορούσα να δω, δεν τα έβλεπα.

Θυμάμαι όμως κάτω από την Αίγλη στον κεντρικό δρόμο, που ήταν τότε τα ποδοσφαιράκια τα οποία μάζευαν τη νεολαία της εποχής. Βέβαια θυμάμαι ότι το στέκι τους ήταν στο βενζινάδικο του Γιάννη Ζαΐμη. Μαζευόντουσαν και στου Γρυπαίου, ο οποίος είχε το αυτοκίνητο που άδειαζε τους βόθρους. Το στέκι τους αυτό το αποκαλούσαν «Πρεσβεία» και μεταξύ των άλλων, όπως μου έχει πει ο μικρότερος ξάδελφός μου Τάσος Κατσίμπας, εκεί πήγαιναν ο Καμπουρτζής, ο καλός μου φίλος Βασίλης Φραγκόπουλος, ο συμμαθητής μου Κώστας Καράς, ο Περικλής Καραγιαννάκης.

Με κοίταξε ο φίλος και παλιός συμμαθητής με κατανόηση. Πόσα είχαμε χάσει από την πλατεία, εμείς τα κορίτσια. Πολλά, το ξέρω. Αλλά δεν γινόταν διαφορετικά. Ήταν τότε άλλες οι συνθήκες ζωής για μας τις κοπέλες. Πήρε λοιπόν εκείνος τη σκυτάλη κι άρχισε να διηγείται για την πλατεία, που εκείνος ως αγόρι επισκεπτόταν ευκολότερα.
«Θυμάσαι Ουρανία το μαγαζί του Αδάμ, όπου παίρναμε τα χαρτικά στη γωνία Όθωνος και Μαραθώνος (σημερινή λεωφόρο Κηφισιάς); Θυμάσαι που το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και το είχαν μετατρέψει σαν να ήταν το Βερολίνο; Είχαν γεμίσει με πελώριες φωτογραφίες τους τοίχους κι εκεί συγκεντρώνονταν τα ανώτερα στελέχη της Γκεστάπο.

Μετά το μαγαζί του Αδάμ ήταν τότε η Χωροφυλακή και είχε μέσα και κρατούμενους. Μετά μεταφέρθηκε στο πρώην ξενοδοχείο Αναγέννηση, που αργότερα ονομάστηκε «φυλακές». Και στο δρόμο της Μπομπονιέρας, που τερμάτιζε στη Μαραθώνος, υπήρχε η Μπύρα Φιξ. Κάνε τώρα ένα διάλειμμα Ουρανίτσα μου με ένα καφέ Λουμίδη και συνεχίζουμε». Αυτό το τελευταίο το είπε γελώντας, γιατί Λουμίδης ήταν το παρατσούκλι μου του πατέρα μου στην πλατεία της Κηφισιάς, αφού είχε καφεκοπτείο. Άκουγα με μεγάλη προσοχή, γιατί όλα αυτά δεν τα ήξερα.

«Μετά την Χωροφυλακή ήταν η είσοδος του σπιτιού του Μπαλτατζή» συνέχισε κι εγώ τον διέκοψα λέγοντάς του «μα η είσοδος του σπιτιού του Μπαλτατζή είναι στη Διονύσου».«Κάνεις λάθος φίλη μου» αντέτεινε «στη Διονύσου είναι η είσοδος για το αμαξάκι και τα άλογα. Μην ξεχνάς ότι η ωραιοτάτη σύζυγος Μπαλτατζή υπήρξε και δεινή ιππεύτρια».
«Τώρα εξηγείται», του είπα, «γιατί είχαν δύο πολύ όμορφες αχιβάδες, δεξιά και αριστερά στην είσοδο, λίγο πιο κάτω από την μαρμάρινη σκάλα του σπιτιού. Ήταν δύο κομψοτεχνήματα. Ο γύρος τους ήταν σκαλισμένος. Πραγματικές αχιβάδες. Κάθε μέρα τις χάζευα. Ήταν η αφορμή για να καθυστερώ στα ψώνια και να δέχομαι παρατήρηση κάποιες φορές. Δεν καταλάβαινα σε τι χρησίμευαν. Σαν μικρή που ήμουν, το αναρωτιόμουνα, αλλά απάντηση δεν έβρισκα. Τα άλογα πίνουν νερό μόνον όταν είναι πολύ καθαρό. Και προφανώς εκεί έπιναν καθαρό νερό. Αυτό το γνώριζα πολύ καλά, από τα άλογα που είχαν στο σπίτι του Τσαλαβούτα (σήμερα εκεί είναι η ταβέρνα Κουτούκι επί της λεωφόρου Κηφισιάς).

Το σπίτι του Μπαλτατζή βρισκόταν στη Διονύσου, απέναντι από το σπίτι του ευπατρίδη Λάμπρου Ευταξία, που ήταν στη δυτική πλευρά του σημερινού ΓΑΙΑ (στο μουσείο φυσικής ιστορίας Γουλανδρή). Στην άκρη της εξώπορτας του κήπου βρισκόταν ένας μικρός πύργος, αριστούργημα. Τελευταία τον γκρέμισαν. Κρίμα. Δύο τέτοιοι μικροί πύργοι υπήρχαν στην περιοχή μας, αν θυμάμαι καλά. Του Μπαλτατζή και του Αριστόφρονα Παπαδόπουλου εκεί που είναι σήμερα το Δημαρχείο μας και όπου μάλιστα κατοίκησε για ένα διάστημα ο Παπαδόπουλος.

Κάθε μέρα που κατέβαινα για ψώνια στην πλατεία, καθόμουν και χάζευα τις αχιβάδες. Και καθυστερούσα. Όταν έγιναν τα Δεκεμβριανά, αποκλειστήκαμε στο σπίτι μας πολύ κοντά στο σπίτι του Μεταξά και για πολλές ημέρες δεν βγήκα έξω. Σαν ηρέμησε η κατάσταση και κατέβηκα στην πλατεία, πήγα πάλι να δω τις αγαπημένες μου αχιβάδες. Έκπληκτη τις βρήκα κομματιασμένες. Μου ήταν αδύνατο να συλλάβω ότι κάποιος θα ξέσπαγε την οργή του στα σκαλισμένα κοχύλια. Ήταν φτιαγμένα από κατάλευκο μάρμαρο και τα είχαν σκαλίσει περίτεχνα στις άκρες τους.

Στάθηκα στην πόρτα κι έβαλα τα κλάματα. Ρώτησα τον πατέρα μου και μου είπε να ευχαριστώ το Θεό, που ζήσαμε εκεί που μέναμε τόσο κοντά στο Κεφαλάρι όπου έγινε σφαγή και να ξεχάσω τις αχιβάδες. Δεν το ξεπέρασα ποτέ! Δεν το κρύβω. Ήταν δύο αριστουργήματα γλυπτικής. Ίσως ήταν η πρώτη πικρή προσγείωση της ζωής μου».

ΟΥΡΑΝΙΑ ΠΑΡΔΑΛΗ – ΝΟΜΙΚΟΥ
Κηφισιά, Οκτώβριος 2019