Κλείνει ο κύκλος μιας άλλης εποχής

endoftime1

Στιγμή δεν έπαψε να χτυπά το τηλέφωνο του σπιτιού μου, αφού μία πολύ σοβαρή περιπέτεια με την υγεία μου θορύβησε πολλούς φίλους και γνωστούς, που ανησύχησαν. Γι’ αυτό και τους ευχαριστώ όλους δημοσίως, από το Δήμαρχο μέχρι και την κυρία Μαρία από το Μενίδι που διαβάζει την «Κηφισιά». Σας ευγνωμονώ από καρδιάς και ελπίζω να ξεπεράσω τα προβλήματα, για να επιστρέψω μάχιμος έστω και στα μετόπισθεν, αν όχι όπως πριν στην πρώτη γραμμή.
Σε ένα από αυτά τα τηλεφωνήματα, ακούω μία φωνή να μου λέει:
– Έλα, ρε Τράνακα και με κοψοχόλιασες, που δεν σε είδα στην κηδεία του φίλου σου του Γιώργου του Χιωτάκη.
– Ποιος είσαι; ρώτησα μέσα στην αδιαθεσία μου.
– Α, ρε Τράνακα, ούτε τη φωνή μου δεν θυμάσαι. Ο Βάγγος ο φίλος σου είμαι, από τους Θρακομακεδόνες. Με ξέχασες, ρε;
– Βρε Βάγγο, σαν τα χιόνια. Πού ήσουν τόσο καιρό; Πού χάθηκες;
– Άσε, Μιχάλη μου, γεράματα. Από εδώ και μπρος τα υλικά είναι για κατεδάφιση. Κατάλαβες, Μιχάλη; Δεν σε είδα μέσα στη λαοθάλασσα που ήρθε να αποχαιρετίσει τον Κηφισιώτη επιχειρηματία, το βετεράνο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, το φίλο Γιώργο Χιωτάκη. Σωστός, δίκαιος, νοικοκύρης σε όλη του τη ζωή και άριστος οικογενειάρχης.
– Ναι, ρε Βάγγο, με βρίσκεις σύμφωνο σε όλα, διότι και εγώ είχα άδολη φιλία μαζί του από τον καιρό που κατέβηκε ως υποψήφιος Δήμαρχος ο γιατρός ο Βασίλης ο Γκατσόπουλος και κάναμε τις επιλογές προσώπων. Κοντά πάντα ο Μήτσος ο Ζωμόπουλος, ο Νίκος ο Σαββατιανός, ο Αντώνης ο Λύχνος και άλλοι εκλεκτοί Κηφισιώτες. Αφού πήρε την εκλογή ο Γκατσόπουλος και έφτιαξαν τις επιτροπές, με πήρε μαζί του στην Επιτροπή Πρασίνου και Περιβάλλοντος, όπου ήταν πρόεδρος. Περάσανε τα τέσσερα χρόνια, έχασε ο Γκατσόπουλος, βγήκε ο Κανακάκης, πάλι μαζί στην Επιτροπή Πρασίνου. Είχε πει στον αείμνηστο Κανακάκη: «Κράτα τον, είναι καλός, δουλεύει». Στη συνέχεια βγήκε ο Τασούλας, παραμονή του Σωτήρος και ενώ ακολουθούσα την εικόνα με το Μήτσο το Ζωμόπουλο στο Κεφαλάρι, με φωνάζει και μου λέει: «Έχουμε έργο ακόμη στην επιτροπή» και με κράτησε ακόμη και στη θητεία του Βασίλη του Βάρσου, όταν και σταμάτησε να ασχολείται με τα κοινά. Έγραψαν ότι έκανε μία δεντροφύτευση στην Κηφισιά, παρτέρια κ.λπ. Δεν ήταν μόνο αυτά. Το μικρό άλσος του Ελπιδοφόρου είναι δική του ενέργεια, το διάζωμα έξω από το ΠΡΟ-ΠΟ του Λάμπρου μέχρι την υπόγεια διάβαση είναι δική του δεντροφύτευση, το Άλσος της Ηρώων Πολυτεχνείου. Δεν θα ξεχάσω ότι όταν παραιτήθηκε από την Επιτροπή Πρασίνου, προκάλεσε την ομόφωνη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, που με όριζε στη θέση του μέλος της Επιτροπής, αν και δεν ήμουν δημοτικός σύμβουλος, θέση που κράτησα μέχρι και το τέλος της δημαρχιακής θητείας του γιου του, Νίκου.
– Για στάσου, ρε Τράνακα, δηλαδή όλα αυτά τα χρόνια, από Γκατσόπουλο μέχρι Χιωτάκη, είχες ενεργή δράση σε Επιτροπή του Δήμου;
– Ναι, ρε Βάγγο, όχι μόνο εγώ, αλλά και πολλοί άλλοι Κηφισιώτες που ενδιαφέρονταν για τα κοινά και αγαπούσαν την Κηφισιά χωρίς ιδιοτέλεια.
– Δηλαδή, τώρα δεν είσαι πουθενά, με ρωτά ο Βάγγος;
– Όχι.
– Γιατί;
– Άντε ρώτα τους. Τώρα δουλεύω μόνος μου στο πεδίο της κοινωνικής πρόνοιας με πολύ καλά αποτέλεσματα. Στην Ανθοκομική, που τον συναντούσα στο περίπτερό του, τα συζητούσαμε. Δεν τον άκουσα ποτέ να κατηγορήσει, δεν τον άκουσα να περιαυτολογήσει. Πράος, ήρεμος και σεμνός ήταν σε όλη του τη ζωή, γι’ αυτό και ο ίδιος είδες τι έγινε στον αποχαιρετισμό του. Πάνδημη κηφισιώτικη αναγνώριση. Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο παράσημο που απέκτησε στη ζωή του ο Γιώργος Χιωτάκης. Ελαφρύ να είναι το χώμα, φίλε Γιώργο.
– Σ’ ευχαριστώ για όλα όσα μου είπες, ρε Τράνακα. Εγώ δεν είχα τόσο μεγάλη φιλία, αλλά μου έδωσες χαρά, γιατί τον εκτιμούσα ως άνθρωπο. Με σένα, τώρα, τι γίνεται;
– Προσπαθώ, βρε Βάγγο και ό,τι ψάρια πιάσω. Ελπίζω να ξαναγίνω μάχιμος, που δεν το βλέπω, όπως και πριν. Θα το παλέψω, γιατί αγαπώ την Κηφισιά. Είναι η δεύτερη πατρίδα μου μετά τους Παξούς. Χάρηκα, Βάγγο, που σε άκουσα και μη σε χάσω.
– Ρε Μιχάλη, με τους σημερινούς τι γίνεται;
– Όσο ζω, ελπίζω…