Οι Κηφισιώτες με το οινόπνευμα κι οι γαλαζοαίματοι με την κολόνια

πριγκίπισσα Αλίκη

Άγονο νησί η Αμοργός. Φτώχεια. Τα καΐκια που έφευγαν για ψάρεμα, απομακρυνόντουσαν όλο και περισσότερο από το νησί. Πολλές φορές έπαιρναν μαζί τους και κάποια μικρά κορίτσια, που τα άφηναν στην Αλεξάνδρεια για οικιακές βοηθούς ή υπηρέτριες, όπως έλεγαν τότε.

Ήταν όμορφα κορίτσια, με μεγάλα κυκλαδίτικα μάτια και πλούσια μαύρα μαλλιά. Πολλές από αυτές τις κοπέλες, σαν μεγάλωσαν παντρεύτηκαν εκεί κι έκαναν οικογένειες. Η Αλεξάνδρεια είχε πλέον ολόκληρη συνοικία Αμοργιανών.

Όταν οι πλούσιοι βαμβακέμποροι θέλησαν να έρθουν και να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, ζήτησαν από τους καπεταναίους τους, να τους βρουν «υπηρεσίες» από την Αμοργό.

Στο δημοτικό σχολείο στην Κηφισιά, είχα μία συμμαθήτρια που η μητέρα της ήταν από την Αμοργό, αλλά τότε δεν ήξερα με ποιο τρόπο είχε έρθει η οικογένεια στην Κηφισιά. Μάλλον είχε έρθει με τον ίδιο τρόπο που είχε έρθει και η γιαγιά μου.

Ο Αρμοστής Κρήτης πρίγκιπας Νικόλαος και η αδελφή του πριγκίπισσα Αλίκη, είχαν στην υπηρεσία τους τις όμορφες εξαδέλφες της γιαγιάς μου. Κατοικούσαν στο Ψυχικό. Έτσι η γιαγιά μου, η οποία ήταν Αμοργιανή στην καταγωγή, βρέθηκε εκεί και δούλευε υπηρέτρια μαζί τους.

Εκεί την είδε ο Κηφισιώτης παππούς μου. Πως ακριβώς, πότε και γιατί, δεν έμαθα ποτέ. Ουδέποτε μίλησαν γι’ αυτό, είτε ο παππούς είτε η γιαγιά. Ποτέ δεν έμαθα γιατί ο παππούς μου βρέθηκε εκεί, τι δουλειά είχε εκεί, πόσο καιρό έμενε η γιαγιά εργαζόμενη στο σπίτι του Πρίγκιπα Νικόλαου και πως ο παππούς μου τη συνάντησε. Κάποτε η μητέρα μου είπε στον γιό μου ότι ο πεθερός της είχε πάει εκεί για κάποιο χορό. Δεν ξέρω αν αληθεύει. Το μόνο που ξέρω σίγουρα, είναι ότι ο παππούς μου έκλεψε την γιαγιά μου.

Δεν ξέρω αν άρεσε στ’ αλήθεια ο παππούς μου στη γιαγιά μου ή αν απλώς η γιαγιά κλέφτηκε μαζί του, γιατί ήθελε να φύγει από το κλειστό και περιορισμένο περιβάλλον του παλατιού, αφού εκείνη ως καταγόμενη από την Αμοργό, ήταν συνηθισμένη να ζει ελεύθερη σε ανοικτούς χώρους και να ατενίζει το πέλαγος.

Πάντως θυμάμαι ότι η γιαγιά μου τιμούσε ιδιαίτερα τον παππού και μάλιστα μας υποχρέωνε να σεβόμαστε την ανάπαυσή του και την ησυχία του. «Σούζα στο ένα πόδι» μας έλεγε αυστηρά όταν ο παππούς ήταν στο σπίτι, ενώ εκείνος απαντούσε «άστα τα παιδιά». Ο παππούς την λάτρευε και μου έδειχνε και κάποια αδυναμία γιατί ως πρώτη εγγονή είχα πάρει το όνομά της

Όταν η γιαγιά μου εγκατέλειψε το σπίτι του Πρίγκιπα Νικόλαου, η πριγκίπισσα δυσαρεστήθηκε. Ήθελε να την παντρέψει εκείνη με άντρα που είχε την έγκρισή της. Έτσι στο γάμο της, της έστειλε ένα τυπικό δώρο. Όταν όμως γεννήθηκε ο πατέρας μου, αν και δυσαρεστημένη, της έστειλε όλα τα ρούχα του μωρού μέσα σε ένα όμορφο κουτί.

Λίγες μέρες μετά τη γέννηση του πατέρα μου, γεννήθηκε η πριγκίπισσα Μαρίνα, μετέπειτα δούκισσα του Κεντ. Κάποιο πρόβλημα προέκυψε και δεν είχαν τροφό για το μωρό.

Τότε θυμήθηκαν τη γιαγιά μου. Έτσι η γιαγιά, μαζί με τον πατέρα μου, θήλαζε και την μικρή Μαρίνα. Ήταν δηλαδή τα δυο μωρά, ομογάλακτα αδέλφια.

Μετά από χρόνια, θέλησε η πριγκίπισσα Αλίκη να γνωρίσει και τον γιό της Ουρανίας, εκείνης που κάποτε δούλευε για εκείνη. Έστειλε λοιπόν μήνυμα στη γιαγιά, να της πάει το γιό της για να τον γνωρίσει.

Η γιαγιά έκανε το σχετικό μάθημα στο μικρό Νικόλα, τον πατέρα μου δηλαδή, για τη στάση που θα έπρεπε να κρατήσει καθώς και για το απαραίτητο χειροφίλημα. Ο μικρός ήταν έξυπνος και το κατάλαβε κι όλα θα πήγαιναν καλά στην επίσκεψη. Όμως δεν είχε προβλέψει η γιαγιά, ότι ο μικρός ήταν αλλεργικός στην κολόνια. Μόλις η πριγκίπισσα έτεινε το χέρι της για το χειροφίλημα στον μικρό, εκείνος γύρισε και είπε στη μητέρα του «Μάννα δεν μπορώ να της φιλήσω το χέρι, γιατί μυρίζει κρεμμύδια».

Κόκκαλο η μάννα του. Μαρμάρωσε. Η επίσημη επίσκεψη έληξε άδοξα. Δεν ξαναπήγαν στο σπίτι της πριγκίπισσας, που δεν κολακεύθηκε από την κουβέντα του μικρού. Πριγκίπισσα εκείνη, πως ήταν δυνατόν να έχει σχέση με τα κρεμμύδια.

Ο πατέρας μου δεν έβαλε στη ζωή του κολόνια. Και στο πατρικό μου σπίτι υπήρχε πάντα για το ξύρισμα στο μπάνιο ένα μπουκάλι οινόπνευμα και μάλιστα μπλε, αλλά και στο κουρείο στην πλατεία ήξεραν ότι για τον κυρ Νίκο για μετά το ξύρισμα, βάζουμε κοινό οινόπνευμα. Σαν κοπέλα δεν έβαλα ποτέ κολόνια, γιατί ο πατέρας μου δεν την άντεχε κι έλεγε πως κάτι βρωμάει.

Πέρασαν τα χρόνια. Όταν γεννήθηκα εγώ, η πριγκίπισσα Αλίκη, παρά το γεγονός ότι η γιαγιά μου δεν είχε κρατήσει επαφή μαζί τους, έστειλε στη γιαγιά μου για την εγγονή της, ένα ασημένιο μενταγιόν με την εικόνα της Παναγίας για να το φοράω στο λαιμό μου.

Πάντα η Αλίκη την θυμόταν τη γιαγιά. Δύο φορές η γιαγιά χρειάστηκε να ζητήσει κάτι από εκείνη και της ζήτησε βοήθεια. Και τις δυο φορές, το χατίρι της γιαγιάς, έγινε αμέσως. Οι ξαδέρφες της γιαγιάς δεν έφυγαν ποτέ από την υπηρεσία της Αλίκης. Έμειναν όλη τους τη ζωή κοντά της. Είχαν συνηθίσει ένα τρόπο ζωής συγκεκριμένο και δεν μπορούσαν να τον αλλάξουν. Στο νησί δεν ήρθαν ποτέ, ούτε για απλή επίσκεψη. Είχαν πριγκιπομάθει.

Στην υπηρεσία της πριγκίπισσας Αλίκης, φυσικά υπήρχαν και άντρες. Ένας από αυτούς τους νέους, θα πρέπει να ήταν ερωτευμένος με την γιαγιά μου, την όμορφη μικρή νησιωτοπούλα, που κάποτε δούλευε εκεί, πριν κλεφτεί με τον Βασίλη Παρδάλη από την Κηφισιά. Θέλησε λοιπόν, μετά από χρόνια, να έρθει να δει τη γιαγιά.

Πρέπει να ήμουν γύρω στα δεκαπέντε, όταν μια μέρα κτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσα. «Είμαι ο Αχιλλέας» αποκρίθηκε η αντρική φωνή «και θέλω να επισκεφθώ την Ουρανία». Του είπα να περιμένει και ενημέρωσα αμέσως τη γιαγιά.

«Έλα Χριστέ μου, που με θυμήθηκε;» είπε η γιαγιά. Ο κύριος Αχιλλέας την ρώτησε πότε θα μπορούσε να την επισκεφθεί κι η γιαγιά του αποκρίθηκε «όποτε θέλεις». Έκλεισαν ραντεβού για μετά από δύο ημέρες.

Η γιαγιά, την ημέρα της συνάντησής τους με τον κύριο Αχιλλέα, σηκώθηκε από νωρίς το πρωί. Άρχισε να ετοιμάζεται. Έφτιαξε τα μαλλιά της με τα μυτάκια τους, το χτένισμα της εποχής. Δεν βαφόταν στο πρόσωπο, ούτε έβαφε τα γκρίζα της μαλλιά.

Η γιαγιά μου λοιπόν με την κάτασπρη επιδερμίδα που τότε θαύμαζαν οι άντρες, τα γκρίζα κατσαρά μαλλιά της τραβηγμένα πίσω σε κότσο και τα μικρά γαλάζια μάτια της που άστραφταν από την εξυπνάδα, κοιτάχτηκε καλά στον καθρέφτη και φάνηκε ικανοποιημένη. Βγήκε και περίμενε στην βεράντα του σπιτιού, φορώντας όπως πάντα ένα μακρύ φόρεμα.

Όταν σταμάτησε το αμαξάκι στη λεωφόρο Κηφισιάς, στο τμήμα που σήμερα είναι μεταξύ των οδών Σπάρτης και Κρήτης, έστειλε εμένα να κάνω την υποδοχή. Κατέβηκε πρώτα ο Αχιλλέας και προσέφερε το χέρι του στις όμορφες εξαδέλφες της γιαγιάς μου για να κατέβουν από την άμαξα. Είχαν έρθει όλοι μαζί, όπως είχαν συνεννοηθεί με την γιαγιά.

Ο Αχιλλέας με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω πολύ προσεκτικά και μου είπε «Ποια είσαι συ;».

«Είμαι η Ουρανία η εγγονή της» του είπα και μου απάντησε αμέσως και χωρίς δεύτερη σκέψη «Δεν της μοιάζεις, δεν είσαι όμορφη όπως εκείνη».

Το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια μου. Θα ήθελα να τον σκοτώσω. Δεν είπα κάτι. Διασχίσαμε τον κήπο περπατώντας ανάμεσα στα τσιμισίρια και τους οδήγησα στη βεράντα, όπου o Αχιλλέας την κοίταξε κι εκείνη καλά και της είπε «Ουρανία, είχα καλύτερα να μην είχα έρθει καθόλου. Δεν περίμενα πως θα σε δω έτσι».

Η γιαγιά μου τον κοίταξε κι εκείνη καλά κι ετοιμόλογη όπως ήταν, του απάντησε «Κάθισε πρώτα Αχιλλέα μου στην πολυθρόνα για να μην πέσεις κι άκου με καλά. Μήπως θαρρείς του λόγου σου, πως είσαι παλληκαράκι; Έχεις κοιταχτεί στον καθρέφτη τα τελευταία χρόνια; Ή επειδή έχεις συνηθίσει το πρόσωπό σου, δεν βλέπεις τη διαφορά από τότε που δουλεύαμε μαζί; Εγώ έχω έξι παιδιά και επτά εγγόνια. Εσύ Αχιλλέα μου, εκτός από τις ρυτίδες σου, τι άλλο έχεις;».

Η γιαγιά είχε θιχθεί πολύ από το ύφος του. Όλοι την έλεγαν νταρντάνα. Ο παππούς την καμάρωνε. Σιγά μην το έτρωγε από τον Αχιλλέα για να κάνει την καθωσπρέπει δεσποσύνη και να μην του απαντήσει. Εκείνος την κοίταξε με απαξίωση. Κάθισαν λίγο και μετά έφυγαν.

Ανέλαβα να τους οδηγήσω και πάλι στην εξώπορτα.. Όταν επέστρεψα, είπα στη γιαγιά μου «Δεν θέλω γιαγιά να ξανάρθουν».

«Γιατί τι σου έκανε;» με ρώτησε θυμωμένη η γιαγιά κι εγώ της απήντησα «μου είπε πως δεν είμαι όμορφη σαν κι εσένα». Η γιαγιά Παρδάλαινα με κοίταξε και μου είπε όλο νόημα «τα νιάτα παιδί μου, είναι πάντα όμορφα».

Ήταν όμορφη γυναίκα η Παρδάλαινα ή αλλοιώς «Βασίλαινα», όπως πολλοί την έλεγαν, αφού ο παππούς μου λεγόταν Βασίλης.

Ο Σταμάτης Απέργης μου έλεγε ότι ο γανωτής, όταν μεθούσε, δεν υπολόγιζε τίποτα κι ερχόταν σπίτι και της έκανε καντάδα. Γι’ αυτό, όταν ο γανωτής μεθούσε στην ταβέρνα, πάντα κάποιος που τον έβλεπε μεθυσμένο, έφευγε από την ταβέρνα κι έτρεχε στο καφενείο του παππού μου στην πλατεία της Κηφισιάς, για να ενημερώσει τον παππού μου ότι ο γανωτής είχε μεθύσει και να ειδοποιήσει τη γιαγιά να κλείσει τα παράθυρα, γιατί σε λίγο θα κατέφθανε στο σπίτι  ο γανωτής για να κάνει καντάδα.

Μου έλεγε ο Σταμάτης πως κι ο Μπαλιούσης με την φουστανέλα του, άνθρωπος που επίσης δεν υπολόγιζε τίποτα, όταν κατέβαινε στην πλατεία συνήθιζε να λέει «ούλες οι γυναίκες να πεθάνουν, μόνον η Φανούραινα κι η Παρδάλαινα να ζήσουν, πού είναι όμορφες». Η Φανούραινα ήταν η φουρνάρισσα που είχε το φούρνο στην οδό Κανάρη. Κάποιοι λέγανε όμως πως όμορφη Κηφισιώτισσα ήταν και του Τάσου του Μουστάκα η γυναίκα. Η Κατίνα που ντυνόταν και πολύ ωραία. Εκείνη όμως φαίνεται πως δεν είχε βρεθεί στο δρόμο του Αλέξη του Μπαλιούση κι έτσι εκείνος δεν την είχε δει και δεν ονομάτιζε και την Κατίνα σαν γυναίκα που λόγω της ομορφιάς της, άξιζε να ζήσει.

Προφανώς όμως οι γυναίκες που θεωρούνταν όμορφες στον απλό τον κόσμο και με την ωραιότητα της ηλικίας τους, δεν θεωρούνταν και στον κόσμο των γαλαζοαίματων το ίδιο. Ήταν μάλλον αναμενόμενη η αγενής συμπεριφορά του Αχιλλέα προς τη γιαγιά μου. Είχε κι εκείνος πριγκιπομάθει κι είχε σηκώσει μύτη. Άλλα τα χούγια τα δικά μας στην Κηφισιά κι άλλα τα χούγια του κόσμου της κολόνιας.

 

Ουρανία Παρδάλη Νομικού

Κηφισιά – Φεβρουάριος 2016