Ο «Παληάγιαννης» και οι διηγήσεις της γιαγιάς για τον Άη Γιάννη και το μαρμαρωμένο του λιοντάρι

paliagiannis1

Έχει περάσει χρόνος από την ημέρα που βρέθηκα καλεσμένη από την κ. Σκορδίλη στην καινούργια περιοχή Αναγεννήσεως, που παλαιά οι Κηφισιώτες αποκαλούσαμε «Παληάγιαννη». Είχα δεχθεί θυμάμαι με πολύ χαρά την πρόσκληση, γιατί ήξερα πως θα συναντούσα παλαιούς συμμαθητές μου. Όμως, δεν περίμενα πως εκεί θα έβρισκα δύο μεγάλες αγκαλιές. Η μία ήταν του παλαιού συμμαθητή μου και παλαιού παίκτη στον Αθλητικό Όμιλο Κηφισιάς, ο οποίος σύχναζε κάθε Σαββατόβραδο στο μαγαζί του πατέρα μου στην Κασσαβέτη, του Λαχανά με τον οποίο τελειώσαμε μαζί το γυμνάσιο. Και η άλλη αγκαλιά ήταν της κυρίας Βασιλικής Πετράκη. Μ’ εκείνη βγάλαμε μαζί το δεύτερο Δημοτικό Σχολείο Κηφισιάς και μετά συναντηθήκαμε πάλι έφηβες, μαζί στην ενορία της Μεταμορφώσεως στο Κεφαλάρι. Αργότερα χαθήκαμε. Τα νεανικά μας χρόνια όμως ήμασταν μαζί.
Πόσα θυμηθήκαμε… Δύο ζεστές αγκαλιές, πόσες αναμνήσεις δεν ξύπνησαν για τη νιότη μας. Τελειωμό δεν είχαν οι κουβέντες με την Βασιλική. Όλα τα χρόνια που είχαμε χαθεί, μόνο μία φορά την συνάντησα τυχαία στην Κηφισιά. Πάντα όμως την σκεφτόμουν και την θυμόμουν με αισθήματα πολύ ζεστά.
Το γλυκό της χαμόγελο, το χτένισμά της και η εσάρπα που φορούσε, μαζί με την αγάπη που ακτινοβολούσε, έγιναν η αφορμή για να βρεθώ εκτός χρόνου και τόπου, πίσω στα παιδικά μου χρόνια.
«Μητέρα, θα κρατήσεις τα παιδιά να πάω λίγο στην πεθερά μου, δεν θα αργήσω. Μόνο πρόσεξε σε παρακαλώ τον Βασίλη να μην σου φύγει και πάει να παίξει στα πλατάνια, γιατί τα μεγαλύτερα παιδιά θα τον δείρουν».
Μην αργήσεις Μαρίκα μου, μόνο, σε παρακαλώ» απάντησε η γιαγιά η Κατσίμπαινα. Η μητέρα μου έφυγε κι εμείς μείναμε στη γιαγιά.
«Καθίστε στον καναπέ να σας πω μια ιστορία» είπε η γιαγιά.
«Τι ιστορία γιαγιά;» αποκριθήκαμε εμείς.
«Για ένα λιοντάρι, που μας έτρωγε τα πρόβατα».
«Πού καλέ γιαγιά;» πετάχτηκε ξαφνικά ο αδελφός μου, που το θέμα του λιονταριού που έτρωγε τα πρόβατα, του κέντρισε την περιέργεια κι έτσι αποφάσισε να ξεχάσει τα πλατάνια και να καθίσει να ακούσει την ιστορία της γιαγιάς μας.
«Εκεί που τελειώνουν τα σπίτια και αρχίζει το δάσος, ήταν το Νεκροταφείο» άρχισε η γιαγιά.
«Δεν ξέρω γιαγιά» της είπα εγώ που δεν καταλάβαινα για ποιο πράγμα μίλαγε.
«Το ξέρω, πως δεν ξέρεις παιδί μου. Πιο μακριά από εκεί, είχαν λίγα πρόβατα μερικοί κάτοικοι του χωριού. Εκεί αλωνίζαμε και το σιτάρι μας».
«Δεν ξέρω γιαγιά τι μου λες».
«Το ξέρω παιδί μου, το ξέρω, αλλά κάνε υπομονή και θα καταλάβεις. Μετά από κει που αλωνίζαμε, ήταν το δάσος, εκεί πηγαίναμε, περπατούσαμε, μαζεύαμε χόρτα και βλέπαμε και τα ζώα. Οι άνθρωποι δεν ήταν πλούσιοι και στενοχωριόντουσαν όταν έβλεπαν, πως ξαφνικά τα πρόβατά τους λιγόστευαν. Δεν μπορούσαν όμως να βρουν τι γινόταν.
Τελικά ανακάλυψαν, πως τους τα έτρωγε ένα λιοντάρι. Όμως, δεν μπορούσαν να το σκοτώσουν. Έτσι παρακάλεσαν τον Άγιο Γιάννη να τους βοηθήσει. Κι έτσι μια μέρα, ο Άγιος Γιάννης, την ώρα που το λιοντάρι πήγαινε να αρπάξει ένα πρόβατο για να το φάει, το μαρμάρωσε το λιοντάρι και από τότε είναι μαρμαρωμένο και το μισό βρίσκεται μέσα στη γη».
«Αλήθεια γιαγιά;» ρώτησε ο αδελφός μου.
«Σου είπα ποτέ ψέματα παιδί μου;».
«Όχι γιαγιά, αλλά θα πάμε να το δούμε;».
«Θα πάμε λοιπόν να το δούμε, όποτε θέλετε παιδιά. Ήρθες κιόλας κόρη μου;».
«Σου είπα δεν θα αργήσω μητέρα» αποκρίθηκε η μάνα μου στη γιαγιά κι ο αδελφός μου αμέσως όρμησε έξω και πέταξε χοροπηδώντας για τα πλατάνια.
Την άλλη μέρα εγώ στο σχολείο το είπα στη δασκάλα μας κι εκείνη αποφάσισε να πάμε σχολική εκδρομή για να δούμε το μαρμαρωμένο λιοντάρι. Αλλά τα παιδικά μας ποδαράκια δεν κράτησαν μέχρι τον Παληάγιαννη και γυρίσαμε κουρασμένα στο σχολείο.
Όταν το Δεύτερο Δημοτικό Σχολείο επιτάχτηκε από τους Γερμανούς στα χρόνια της Κατοχής και μας φιλοξενούσε το Πρώτο Δημοτικό σχολείο στα Αλώνια, η κυρία Αντιγόνη, η δασκάλα μας, μας πήγε κι εκείνη μια εκδρομή, μήπως και κατορθώσουμε να το βρούμε το μαρμαρωμένο λιοντάρι του Παληάγιαννη, αλλά και πάλι δεν το κατορθώσαμε.
Με την πάροδο των πολλών χρόνων που έχω πίσω μου, το είχα ξεχάσει. Το κάλεσμα όμως του αγαπητού κυρίου Σκορδίλη, το ξανάφερε στη μνήμη μου. Πήρα τηλέφωνο κάποιον Κηφισιώτη φίλο μου, παλαιό Πρόσκοπο, μήπως το θυμόταν εκείνος. Το είχε ξεχάσει.
Όμως κι εκείνος ασχολείται με τα παλιά της Κηφισιάς και μου είπε «μήπως αυτό βρίσκεται μέσα στα κτήματα του Δρούλια;». Δεν το γνωρίζω. Πιθανολογώ, χωρίς φυσικά να είμαι ιστορικός ή ειδικός, πως το μαρμάρινο λιοντάρι του Παληάγιαννη μπορεί να είναι από την ίδια εποχή με τα άλλα ξεχασμένα μαρμάρινα λιοντάρια της οδού Κρήτης, για τα οποία έχουμε γράψει παλαιότερα. Μπορεί να είναι από την εποχή των Ρωμαίων στην Αττική. Ίσως η Αρχαιολογική Υπηρεσία να το γνωρίζει ήδη.
Όπως και να’ ναι, ο Αη Γιάννης ανταποκρίθηκε στην προσευχή των Κηφισιωτών και μαρμάρωσε το λιοντάρι που τους έτρωγε τα πρόβατα και τούτο είναι σημαδιακό, όπως είναι και πολύ όμορφο, για την λαϊκή παράδοση του Παληάγιαννη κι όλης της Κηφισιάς.

Κηφισιά, Μάιος 2017