Περιμένοντας την ελπίδα

pagakia

Ένα περιστατικό στη διάρκεια αυτών των ημερών του περιορισμού στα σπίτια μας με έκαναν να σκεφτώ αν μπορεί να υπάρχει πλέον θέμα που να ξεκινάει από το παγκάκι της πόλης, την επιτυχημένη στήλη της «Κηφισιάς».

Έκανα τον περίπατό μου, με εφόδια τη βεβαίωση κατ’ εξαίρεση μετακίνηση πολιτών,  την ταυτότητά μου, τη μάσκα μου και το αντισηπτικό μου, στους δρόμους της πόλης, με κατεύθυνση το Άλσος της Κηφισιάς.

Έτσι εξοπλισμένη αντιμετώπισα με άνεση το όργανο της τάξης που πλησίασε να ελέγξει τον λόγο της παρουσίας μου εκεί.

«Περιμένω μια φίλη», είπα.

Θα κρατήσουμε και τις αποστάσεις και όλα εν τάξει. Οφείλω να πω ότι ο νεαρός μου φέρθηκε ευγενικά και με τον ανάλογο σεβασμό για την ηλικία μου. Με τη μάσκα πάντως κρύβονται πολλές ρυτίδες και τα χρόνια που τις έφεραν.

Εκείνος συνέχισε τη δουλειά του κι εγώ σκεφτόμουν πόσο είχα επιθυμήσει αυτή τη συνάντηση με τη φίλη μου. Άλλη αίσθηση, η τηλεφωνική επαφή, που έχει πρακτικά πλέον επιβληθεί στις ζωές μας κι άλλο η πραγματική συνάντηση.

Υπήρχε βέβαια ένα προβληματάκι. Ηλικία, μάσκες, απόσταση συν ελαφρά μειωμένη ακοή, η συνεννόηση είναι «κάπως».

Η φίλη μου ήθελε πολύ να μου δείξει τα καινούργια της ψώνια. Τα πήρε λίγο πριν το κλείσιμο των καταστημάτων και δεν πρόλαβε να τα χαρεί. «Σιγά το πρόβλημα», θα πει κάποιος. Τι να κάνουμε. Έτσι είναι η ζωή. Μαζί με τα μεγάλα και άλυτα προβλήματα, υπάρχουν κι αυτά τα μικρά που η λύση τους φέρνει ένα χαμόγελο. Έστω και πίσω από τη μάσκα.

Περιμένοντας είδα τον αστυνομικό να διώχνει από το κοντινό μου παγκάκι τρεις ανθρώπους που φορούσαν μάσκα αλλά λόγω του αριθμού τους δεν τηρούσαν τις απαιτούμενες αποστάσεις.

Αυτή η κίνηση, έφερε αυτόματα στη μνήμη μου μια συγκινητική οπτικοακουστική εικόνα από το μακρινό παρελθόν. Τότε ο νεκρός έμενε στο σπίτι μέχρι την ώρα της κηδείας με παρόντες τους συγγενείς και φίλους. Εκεί, στις διάφορες συζητήσεις και αναφορές σε αυτόν, ακούγονταν και τα μοιρολόγια. Η θεία Θανασούλα λοιπόν, που ήξερε να προσαρμόζει στον ρυθμό του μοιρολογιού λόγια που ταίριαζαν στον εκλιπόντα έλεγε: «Εκεί που πας αδελφέ μου, συν δυο δε βρίσκονται συν τρεις δεν συντυχαίνουν».

Κατέβασα τη μάσκα, σήκωσα τα γυαλιά για να σκουπίσω τα μάτια μου και γρήγορα γρήγορα έστρεψα τα μάτια μου στη μια και στην άλλη πλευρά. Τα χρώματα και η γαλήνη του πάρκου με έφεραν στον παρόν και στην αρχικά καλή μου διάθεση. Αυτός ο ιός έχει φέρει τα πάνω κάτω σε όλο τον κόσμο. Από τα πιο σημαντικά μέχρι τις μικρές καθημερινές εκδηλώσεις.

Τώρα θα έλθει η φίλη μου που έχω να δω καιρό. Θα την αγκαλιάσω όπως άλλοτε; Όχι! Θα κάνουμε χειραψία; Ούτε.

Τότε τι; Όταν βλέπω να τείνουν τη γροθιά, έχω την αίσθηση ότι ετοιμάζονται για τσακωμό και όχι για χαιρετισμό. Άλλο πάλι εκείνες οι αγκωνιές. Θυμίζουν το «πριτς» που κάναμε  παιδιά όταν κάτι δεν μας άρεσε.

Άλλο πράγμα η χειραψία. Έλεγες χαίρω πολύ, μετά από μια σύσταση και έδινες το χέρι. Ανάλογα με τον τρόπο χειραψίας έκρινες και πόσο χάρηκε ο άλλος. Θερμή, χλιαρή, αδιάφορη; Είχε και μια δόση κριτικής. Με τη στέρηση της χειραψίας θα χαθούν και διάφορες εκφράσεις όπως: κόλλα το, τόκα, που λεγόταν σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμα και η σφραγίδα σε συμφωνία το «δώσαμε τα χέρια». Το αγκάλιασμα, το χάδι στην πλάτη, το βλέπουμε πλέον σε προ κορονοϊού γυρισμένα σήριαλ.

Δεν ξέρω, θα την χαιρετίσω μάλλον γιαπωνέζικα, με κίνηση της κεφαλής. Προς τα κάτω.

Μακάρι να τελειώσει αυτή η κατάσταση, να ξαναβρούμε τους συγγενείς μας, τους φίλους μας, χωρίς εμπόδια και να χαρούμε πλέον το χαμόγελο και την έκφρασή τους χωρίς μάσκα. Να ξαναβρούμε γενικά τον τρόπο ζωής μας σε πιο καλή έκδοση από πριν και η καθημερινή μετάδοση τους αριθμού των κρουσμάτων, των νοσούντων, των… των.. να αποτελέσει παρελθόν.

 

Ιωάννα Μπάκα