Για τον Μιχάλη Τράνακα

tranakasourania1

Πέρασαν πολλά χρόνια από την ημέρα που γνωριστήκαμε με τον καλό μου φίλο Μιχάλη Τράνακα. Ίσως ήταν η εφημερίδα «Κηφισιά» που μας έφερε κοντά, ίσως ήταν ο σύλλογος των παλαιών προσκόπων Κηφισιάς. Μάλλον και τα δύο μαζί βοήθησαν να δεθούμε φιλικά και μάλιστα να δεθούν και οι οικογένειές μας.

Γνώρισα καλά τον άνθρωπο Μιχάλη. Γόνος αστικής επτανησιακής οικογένειας. Από τους Παξούς. Είχε ιδιαίτερη κουλτούρα. Καλός ακροατής. Σπάνιο πράγμα στην Ελλάδα. Άκουγε. Μάθαινε. Μίλαγε λίγο, γιατί δεν κενολογούσε. Πάντα γελαστός. Πάντοτε πρόσκοπος. Το «Έσο έτοιμος» ήταν θεμελιακός πυλώνας της καθημερινότητάς του. Τον επισκέφθηκα πριν φύγω για καλοκαίρι στην Αμοργό, ενώ συνερχόταν από μία απρόσμενη περιπέτεια της υγείας του.

«Ουρανία μου κάθεται το αυτοκίνητο, κάθομαι κι εγώ εδώ, ενώ περιμένουν οι απούλητες τυρόπιτες να τις πάρω και να τις πάω εκεί που τις χρειάζονται και δεν μπορώ να κάνω κάτι, παρά μόνον να περιμένω εδώ». Αυτά μου είπε. Χριστιανός κάθε στιγμή στη ζωή. Άνθρωπος. Τον στενοχωρούσαν περισσότερο από όλα, οι τυρόπιτες που είχαν περισσέψει στο φούρνο. Έπραττε ο Μιχάλης Τράνακας.

Η φωτογραφική του μηχανή βρισκόταν πάντα στην τσαντούλα του. Έτοιμος να βγάλει τη φωτογραφία, έτοιμος να γράψει πάντα το κομμάτι που θα την συνόδευε. Από δεκαετίες ο αρθρογράφος, ο ρεπόρτερ, η ψυχή της εφημερίδας Κηφισιά, ο παλαιότερος στο επιτελείο της εφημερίδας. Ήταν ευχαριστημένος, όταν η εφημερίδα πήγαινε καλά. Η κρίση στην οικονομία και κατά συνέπεια στη διαφήμιση, τον στενοχωρούσαν, γιατί οδηγούνταν οι εφημερίδες σε μαρασμό. «Να βοηθήσουμε την εφημερίδα μας Ουρανία», μου έλεγε πάντα, «να την κρατήσουμε ζωντανή, είναι κρίμα με τέτοια ιστορία να πάει χαμένη τελικά».

Ευθύς, χωρίς διπλά λόγια και νοήματα. Ίσως γι’ αυτό τον λόγο, κατά καιρούς κάποιοι νόμιζαν ότι τους πήγαινε κόντρα, ενώ δεν ήταν αλήθεια. Ο Μιχάλης Τράνακας δεν έκανε μικροπολιτική και ήταν όσο μπορούσε αντικειμενικός κριτής των δρώμενων στο Δήμο. Δεν στρογγύλευε τα λόγια του για να είναι αρεστός. Ο λόγος του ήταν γωνιώδης. Συχνά έλεγε τα σύκα … σύκα και τη σκάφη … σκάφη. Με μεγάλη σύνεση προσπαθούσε, μόνον, ο γραπτός λόγος του να μην έχει διαλυτικά αποτελέσματα στην Κηφισιά, την οποία αγαπούσε όσο λίγοι άνθρωποι σε αυτή την πόλη. Σε κλειστό κύκλο, έλεγε και τα συν και τα πλην των ανθρώπων, που εκλέγονται για να ρυθμίζουν τα δημοτικά μας ζητήματα.

Δημοσιογράφος της εποχής εκείνης, που η δημοσιογραφία ήταν πραγματικά στήριγμα, λειτουργίας της δημοκρατίας. Πίστευε ότι μία σωστή εφημερίδα δεν πρέπει να στηρίζει τον έναν ή τον άλλον, αλλά να εκθέτει τα πράγματα στους πολίτες κι εκείνοι να κρίνουν το σωστό και το λάθος και του ενός και του άλλου και του κάθε άλλου.

Στις εκδηλώσεις του Δήμου, τον συναντούσα στα τελευταία καθίσματα. «Κράτησα θέση και για σένα» μου έλεγε με το χαρακτηριστικό του χαμόγελο. Λυπούμαι που δεν κατορθώσαμε να πιούμε μαζί με τον αγαπητότατο φίλο του, τον Φραντσέσκο Βιανέλλο, τον καφέ που συζητούσαμε και προγραμματίζαμε για πολύ καιρό.

Φίλε μου, ίσως δεν μπορείς να φανταστείς, εκεί που είσαι, πόσο θα λείψεις στην εφημερίδα μας. Πόσο μικρή θα είναι η εφημερίδα μας χωρίς τις κουβέντες του καφενέ και τα ρεπορτάζ σου για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις στο Δήμο μας. Πόσο διαφορετική θα είναι η Κηφισιά χωρίς εσένα. Πόσο μεγάλο κενό θα αφήσεις στις καρδιές των φίλων σου. Πόσο σημαντική θα αποδειχθεί στην πράξη η απουσία σου σε όλους εκείνους, που τους κτυπούσες την πόρτα για να τους αφήσεις την βοήθεια, την οποία αθόρυβα είχες μαζέψει για να την μοιράσεις στους ανήμπορους.

Παρηγοριά μας θα είναι η ανάμνηση του χαμόγελού σου, του καθαρού σου προσώπου, του όμορφου ανθρώπου που κέρδισες όλους όσους σε γνωρίσαμε σε αυτή την ευλογημένη πόλη της Αττικής, όπως πριν πολλά χρόνια κέρδισες για πάντα τις καρδιές των δικών σου ανθρώπων που σε λάτρευαν ως σύζυγο, ως πατέρα και ως παππού.

Ήσυχος θα είναι ο δρόμος, που θα ανεβαίνεις καθημερινά προς τα ξωκλήσια που πάντα αγαπούσες.

Αμοργός, Αύγουστος 2017