Μαρτυρίες από τα μετόπισθεν

επος 40

Ευαγγελία Βαλάτα-Τσιάμα

                    Βιργινία Αλ. Ζάννα :  «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΟΛΕΜΟΥ ’40 – ’41»

Στην αρχή κυρίως του πολέμου του ’40, παρουσιάστηκαν πολλές δυσχέρειες και προβλήματα στον τομέα της Υγειονομικής Υπηρεσίας. Μετά τον αιφνιδιασμό όμως  των πρώτων ημερών η Υγειονομική υποστήριξη των μαχομένων υπήρξε ικανοποιητική και με τη βοήθεια του Υπουργείου Εθνικής Πρόνοιας, την εθελοντική προσφορά υπηρεσιών των Αδελφών Νοσοκόμων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού ( Ε.Ε.Σ.), διαφόρων οργανώσεων και συλλόγων και τέλος πολλών επωνύμων και ανωνύμων Ελληνίδων.

Ο Ε.Ε.Σ. διέθεσε περίπου 2.800 Νοσηλευτικά Στελέχη και εθελόντριες Αδελφές , οι οποίες όπου εργάσθηκαν πρόσφεραν με αυταπάρνηση ανεκτίμητες υπηρεσίες,  κάτω από την απειλή  βομβαρδισμών, σε χώρους ακατάλληλους για νοσηλεία ασθενών και τραυματιών, πολλές φορές με ελάχιστα μέσα. Στην πρώτη γραμμή ή στα μετόπισθεν η παρουσία των Εθελοντριών ήταν ουσιαστική σε όλους τους Υγειονομικούς Σχηματισμούς του Στρατού.

Η Βιργινία Ζάννα , κόρη της Πηνελόπης και του Στέφανου Δέλτα, ως εθελόντρια προϊσταμένη του Ε.Ε.Σ. στη Θεσσαλονίκη είχε την ευθύνη να επιβλέπει τις νοσοκόμες που εργάζονταν στα 34 νοσοκομεία της περιοχής Μακεδονίας –Θράκης. Την ώρα του πολέμου, ο τομέας αυτός απλώθηκε από την Αλεξανδρούπολη ως το εσωτερικό της Αλβανίας, ως πέρα από την Κορυτσά, και η Β. Ζάννα, γυναίκα πολιτικού εκεί και μάνα τριών παιδιών, παραμέρισε τις οικογενειακές της υποχρεώσεις και με σεβασμό στο λειτούργημα που είχε επιλέξει να υπηρετεί και αίσθηση καθήκοντος προς τον αγωνιζόμενο υπέρ πατρίδος Έλληνα στρατιώτη , στάθηκε δίπλα του, για όλο το διάστημα των 5 ½ μηνών, από την έναρξη του πολέμου μέχρι την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς. Έχοντας συναίσθηση της σημασίας των ιστορικών στιγμών που ζούσε, πολλές φορές με αυταπάρνηση, κατέγραφε όσα έβλεπε και άκουγε, όσες λεπτομέρειες χαράζονταν βαθιά στην μνήμη της, όχι σε ένα πραγματικό ημερολόγιο αλλά σε ένα  πρόχειρο «σημειωματάριο τσέπης».

Σε κείμενο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα τα «ΝΕΑ», από 16 Ιουνίου έως 12  Ιουλίου του 1947, με τίτλο «Ημερολόγιο μιας Αδελφής», η Β.Α.Ζ. εξομολογείται ότι δεν επιχείρησε να περιγράψει τα όσα έζησε, από την ιστορική ή πολιτική τους πλευρά, αν και «η δουλειά την έφερνε αναγκαστικά σε επαφή με πρόσωπα που κατείχαν ανώτερες διοικητικές και στρατιωτικές θέσεις την εποχή εκείνη». Απλά ένιωθε την ανάγκη να καταγράψει, μέρα με τη μέρα τους αγώνες, τις αγωνίες, τον πόνο και το πάθος του αγωνιζόμενου λαού μέσα από προσωπικά της βιώματα. «Όσα γράφω, τα έχω όλα  ζήσει, τα έχω δει και ακούσει ή ίδια» επισημαίνει, ενώ στο εισαγωγικό  σημείωμα της έκδοσης του 1979 « ΗΜΕΡΟΛΟΓ ΙΟ ΠΟΛΕΜΟΥ  ‘40 – ‘41» (  Εκδ. ΕΡΜΗΣ) , απόσπασμα του οποίου σας παραθέτω, τονίζει«Ένιωσα ολοζώντανα πως την δόξα του «Αλβανικού» δεν τη δημιούργησαν ορισμένα πρόσωπα αλλά την έπλασε το έθνος ενωμένο. Οι χιλιάδες και χιλιάδες που λαχτάρησαν και πάλεψαν, που χάρηκαν και δάκρυσαν στους πεντέμισι μήνες, όσο βάσταξε δηλαδή αυτή η εποποιία. Καθένας πρόσθεσε το πετραδάκι του στο τείχος του «ΟΧΙ» που αντέταξε η ψυχή μας στον εχθρό. Κοντά στους στρατευμένους ήταν οι πολύ νέοι, οι γέροι, το πλήθος από γυναίκες, όλοι αυτοί που αποτελούν τον ανώνυμο άμαχο πληθυσμό…… Για μας τους Έλληνες, ήταν η 28η Οκτωβρίου το βάπτισμα, σα να πούμε, στον ολοκληρωτικό πόλεμο και το πρωταντίκρισμα της φρίκης του. Μας βρήκε κάπως ανέτοιμους όχι μόνο υλικά, αλλά πιο πολύ ακόμα ψυχικά. Οι μήνες όμως του πολέμου μας χάρισαν μια μοναδική εμπειρία. Η πατρίδα βρέθηκε σε ομαδική έξαρση, που σπάνια τη συναντά κανένας. Σε λίγα Έθνη δόθηκε να ζήσουν έτσι ενωμένοι όλοι με την όμοια ένταση και με το ίδιο ιδανικό. Το μεγαλείο του άνισου αυτού αγώνα δεν μπόρεσε να το σβήσει απ΄ την ψυχή μας το απότομο γκρέμισμα, τα πνιγερά χρόνια της Κατοχής και ο εμφύλιος σπαραγμός ακόμα, που ακολούθησε».  Β.Α.Ζ.

Στις 146 σελίδες του ημερολογίου της,  η Β. Α. Ζ, καταγράφει  με ευαισθησία γεγονότα που την συγκλόνισαν και συναισθήματα που την κατέκλυσαν  από τις  28 Οκτωβρίου του ’40  έως τις  27 Απριλίου του ’41. Ακολουθούν κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

Θεσσαλονίκη, 28  Οκτωβρίου, 1940 : Το τηλέφωνο του σπιτιού χτυπά επίμονα. Είναι 5.30 το πρωί. Την παραμονή το βράδυ είχαμε πάει σε κάποια επιθεώρηση με τον ξάδελφό μου Κωνσταντίνο Μπενάκη που υπηρετούσε ως έφεδρος αξιωματικός στο Κιλκίς. – «Εμπρός». Η φωνή του κουνιάδου μου (σημ. Κώστα Ζάννα) μου απαντά. « Η Ιταλία μας κήρυξε πόλεμο. Έδωσε τελεσίγραφο ο πρεσβευτής Γκράτσι στον Πρωθυπουργό. Ο Μεταξάς είπε, πως είναι απαράδεκτο. Διατάχθηκε γενική επιστράτευση…….». Ο πόλεμος  έφθασε λοιπόν και στον τόπο μας,,,,,,,, Κοιταζόμαστε με τον άνδρα μου. – «Καθένας μας τώρα, πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί… Κουράγιο….». Στις 7.30 βρέθηκα στο Σώμα Στρατού με ένα δέμα χαρτιά στο χέρι. Είναι τα «απόρρητα», «τα φύλλα επιστρατεύσεως των αδελφών» με τις τοποθετήσεις τους στα διάφορα νοσοκομεία. Τα είχαμε ετοιμάσει μυστικά με τη συνεργασία της Υγειονομικής Υπηρεσίας Στρατού, και είχαν θεωρηθεί από την Ασφάλεια μόλις λίγες μέρες νωρίτερα. Η μεγάλη μας κόρη με το «φύλλο πορείας» είχε αναλάβει υπηρεσία στο χειρουργικό του 2ου Στρατιωτικού Νοσοκομείου . Γύριζε μόνο το βράδυ για ύπνο. Αργότερα απουσίαζε και τις νύχτες ακόμα.

1 Νοεμβρίου . Ηλιόλουστη μέρα. Ο καταγάλανος φωτεινός ουρανός γεννά κάποια ανησυχία μέσα μας. Μοιάζει με πρόκληση στον εχθρό…… Βομβαρδισμός…… Την ημέρα εκείνη η Θεσσαλονίκη είχε 59 νεκρούς και 100 περίπου τραυματίες…..

2  Νοεμβρίου.  Χαρά θεού έξω. Πόσο αρχίσαμε να φοβόμαστε τις ωραίες λιακάδες. …. Το  βράδυ θρηνούσε  η Θεσσαλονίκη εξήντα νεκρούς και διακόσους πενήντα τραυματίες….. Οι κρατικές υπηρεσίες έχουν όλες παραλύσει. Πουθενά δε βρίσκεται ο υπεύθυνος για να παραδώσει τουλάχιστο το απαραίτητο υλικό. Η παρακαταθήκη του Ερυθρού Σταυρού έχει εξαντληθεί, οι φαρμακαποθήκες και τα μεγάλα φαρμακεία είναι κλειστά, ή έχουν βομβαρδισθεί……

3 Νοεμβρίου.    Τα νέα από το μέτωπο είναι όλο και πιο καλά…… Η δική μας ζωή εξακολουθεί με τον ίδιο, εντατικά γρήγορο ρυθμό. Γίνεται μεγάλη προσπάθεια να οργανωθούν οι κρατικοί Σταθμοί Πρώτων Βοηθειών και να γίνουν και αυτοί νοσηλευτικά καταφύγια. ……Στις τρείς αυτές μέρες, λογάριαζαν πως είχαν πέσει 400 μπόμπες στη Θεσσαλονίκη. Όλες δεν έσκασαν ευτυχώς….

8 Νοεμβρίου.    Φθάσανε άλλες επτά διπλωματούχες αδελφές απ΄ την Αθήνα και πάλι όμως δεν επαρκούν για τις ανάγκες. ….τις συμπληρώνομε με εθελόντριες…. Φθάσανε και  οι πρώτοι πληγωμένοι από το μέτωπο…. Από παντού  αντηχούν τα: « Γειά σας , παιδιά! Γειά σας παιδιά!» ….

9 Νοεμβρίου.  . ….Διαβάζουμε τα νέα, τα ακούμε και τα πιο απίστευτα γίνονται πιστευτά. Στο τέλος καταντούμε να τα βρίσκουμε όλα φυσικά. Έτσι όπως πέσαμε σύσσωμοι στον αγώνα, νιώθουμε πως δεν μπορούσαμε να μη βγούμε νικητές.

14 Νοεμβρίου.  Νέα άφιξη από αδελφές με πείρα και ικανότητα. Τι ανακούφιση! Άρχισαν να λειτουργούν και υγειονομικοί συρμοί για τους τραυματίες….. Και μια προσωπική χαρά. Πολύ αγαπητό μου πρόσωπο ( η μητέρα μου) έστειλε δώρο 200.000…… Με το εφόδιο αυτό στα χέρια …. προμηθευόμαστε άφθονο νοσηλευτικό υλικό…. Πολύτιμη βοήθεια για τις αδελφές, που τις παίδευε η τσιγγούνικη στρατιωτική γραφειοκρατία,….

18 Νοεμβρίου. …. Χρειάσθηκε καιρός για να συνηθίσομε στους σκοπέλους της κρατικής μηχανής, και με κόπο κατορθώσαμε να αναπτύξομε την εθελοντική εργασία μας. Η Στρατιωτική Υγειονομική Υπηρεσία, με την οποία έχομε στενή συνεργασία, μας βοηθεί, επεμβαίνει και κανονίζει ευτυχώς πολλά εκκρεμή ζητήματα.

3 –  8 Δεκεμβρίου.   Μέρες χαράς!….  Τα ανακοινωθέντα και οι ειδήσεις από το μέτωπο αναφέρουν: Πρεμετή, Αργυρόκαστρο, Αγίους Σαράντα, Πόγραδετς , Ελβασάν…. Γιατί όχι; Τίποτα πια δεν μας φαίνεται απίθανο. …….   Πήραμε τους Αγίους Σαράντα. Η γενική προέλαση εξακολουθεί…...   Μεσημεριάτικα, πέταξε η είδηση σα ρουκέτα. « Το πήραμε το Αργυρόκαστρο»…..

18 Δεκεμβρίου.  Μέρα και νύχτα πέφτει αδιάκοπα χιόνι και το κρύο τσούζει. Η σιδηροδρομική συγκοινωνία διακόπηκε, οι υγειονομικοί συρμοί αποκλείσθηκαν στη Φλώρινα. Τα κακόμοιρα τα παιδιά! Τώρα έχουν και δεύτερο αλύπητο εχθρό να αντιμετωπίσουν……

23 Δεκεμβρίου. Καταλάβαμε τη Χιμάρα και αιχμαλωτίσαμε ολόκληρο τάγμα.    …. Η Αθήνα λεν πως πανηγυρίζει, χτυπούν οι καμπάνες, σημαίες βγαίνουν παντού, ο κόσμος χύθηκε στους δρόμους, φιλιέται και κλαίγει. Εμείς εδώ γιατί δεν το νιώθομε έτσι; ….. Στις νίκες δε κτυπούν εδώ οι καμπάνες. Λες και η Θεσσαλονίκη φοβάται….    Γιατί οι κρότοι που την αναστατώνουν είναι οι άγριες στριγγλιές, σειρήνες, οι μπόμπες που σκάζουν, το αντιαεροπορικό που βαρά και ο βόμβος από τα αεροπλάνα, τα εχθρικά και τα δικά μας…. Τα νοσοκομεία είναι ξέχειλα από τους τραυματίες…. Υπάρχει χαρά στην ψυχή μας, μα ο φόβος και ο πόνος έχει ριζώσει και αυτός.  ……

28 Δεκεμβρίου. Φαίνεται πως οι ημερήσιες διαταγές των στρατηγών Τσίπουρα και Πολίτη που επαινούσαν ύστερα από τους πρώτους βομβαρδισμούς τη δράση του Ερυθρού Σταυρού, έθιξαν ορισμένα πρόσωπα….. Οι στρατιωτικές υπηρεσίες με τις οποίες είχαμε τόσο στενή επαφή μας υποστήριζαν, δεν μπορούσαν όμως να επέμβουν, γιατί ο Ερυθρός Σταυρός ως σύνολο υπάγονταν στο υπουργείο Προνοίας……

Μέρα με τη μέρα λοιπόν η B.A.Z. καταγράφει  τους αγώνες, τις αγωνίες, τον πόνο και το πάθος του αγωνιζόμενου λαού αλλά και τις προσωπικές της πίκρες και απογοητεύσεις , όταν μάλιστα συναισθάνεται ότι σε τέτοια «ώρα πανελλήνιου συναγερμού κάποια άτομα μπορούσαν να ζυγίζουν με του μικροπολιτικού την πλάστιγγα, αν συμφέρει στο κόμμα να ακούγονται ορισμένα ονόματα ή όχι». Τότε παίρνει την μεγάλη απόφαση να κατέβει στην Αθήνα και να προσπαθήσει να δει τον ίδιο τον Πρωθυπουργό. Μένει στο πατρικό της σπίτι, Εμμ. Μπενάκη και Στ. Δέλτα, και ζητά τη συμβουλή του πατέρα της και της μητέρα της Πηνελόπης, η οποία πάντα την ενεθάρρυνε στα γράμματά της να κάνει το καθήκον της. Όχι μόνο γράμματα αλλά και χρήματα της έστελνε η μητέρα της, « ευλογημένα χρήματα με αγάπη δοσμένα».

Κηφισιά,   30   Δεκεμβρίου :   Ενέργειες και τρεχάματα στα γραφεία του Ερυθρού Σταυρού, στο Στρατηγείο, σε φίλους αμερικανούς που προθυμοποιούνται να μας βοηθήσουν…..  Όλα αυτά φυσικά με την προϋπόθεση πως δεν θα προσκρούσουμε στις αντιρρήσεις του κυβερνητικού επιτρόπου.  Στο πατρικό μου σπίτι γευματίζει ο Άγιος Τραπεζούντος ( σημ. Χρύσανθος) που έγινε πρόσφατα Αρχιεπίσκοπος.  Με ενδιαφέρον ρωτά, και με φανερή συγκίνηση ακούγει για τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία γενικά….

Κηφισιά,  31 Δεκεμβρίου:  Συναγερμός στις τρείς το πρωί. Από συνήθεια σηκώνομαι. ….. Στις 12.30 ήταν να με δεχθεί ο Πρωθυπουργός στο ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας, όπου είχε εγκατασταθεί το Γενικό Επιτελείο. ….. Η καρδιά μου χτυπούσε σκεπαρνιές σαν έφθασα εκεί. Τον Μεταξά δεν τον γνώριζα προσωπικά. …..Στις 2 μ.μ. πια, μου είπαν να περάσω κι εγώ. Είχε έλθει η σειρά μου. Τον είδα σκυθρωπό  και συλλογισμένο, σαν να ήταν αλλού ο νους του. Αν και τον έβλεπα πρώτη φορά, του μίλησα όπως μου ήλθε από την ψυχή, εκείνη τη στιγμή. ….Με άκουγε με ευγένεια. -«Δεν είναι εν γνώσει της Κυβερνήσεως αυτά που μου λέτε. Θα εξετάσω την υπόθεση που μου εκθέσατε και θα σας απαντήσω». Έφυγα τσακισμένη απ΄ τη συνέντευξη αυτή. …..Στις 8 το βράδυ με ειδοποιούν:- « Ο κύριος Μεταξάς στο τηλέφωνο». Τόσο απλά, σα να έλεγαν, η αδελφή σου σε ζητά.….- « Μάλιστα , κύριε Πρόεδρε…… Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε». Έκλεισα το τηλέφωνο και κάθησα. Είχα βουρκώσει από χαρά.

Κηφισιά, Πρωτοχρονιά 1941…… Στις 4 το απόγευμα, ήμουν στο υπουργείο Προνοίας που στεγάζονταν στο κτίριο της Νομικής, στην οδό Σόλωνος, μαζί με τον Ιωάννη Αθανασάκη, τον σεβαστό Πρόεδρο του Ερυθρού Σταυρού….. Ο υπουργός μας μίλησε για «παρεξηγήσεις και παρανοήσεις»….. Από εκεί που ως τώρα είχαμε ακούσει ακριβώς τα αντίθετα, βρεθήκαμε μονομιάς σύμφωνοι σε όλα…. Τέτοια απόλυτη επιτυχία δεν την περίμενα. Την επαύριο, με την πρώτη ευκαιρία, έφευγα για τη Θεσσαλονίκη.

Στις  3 Ιανουαρίου 1941, η Β. Ζάννα  επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, μετά  από ένα μακρύ κοπιαστικό ταξίδι, στοιβαγμένη σε ένα βαγόνι τραίνου και  από τις 9 Ιανουαρίου έως τις 8 Απριλίου, που οι Γερμανοί μπαίνουν στη Θεσσαλονίκη, είναι  συνεχώς όπου την καλεί το καθήκον: Αμύνταιο,-Φλώρινα, Σύνορα-Κορυτσά-Μέτωπο-Κοζάνη-Βέροια – Ελευθερούπολη –Καβάλα-Δράμα-Σέρρες –Σιδηρόκαστρο και πίσω στην έδρα της στη Θεσσαλονίκη.

« Παντού παρουσιάζονται οι ίδιες δυσκολίες με το εθελοντικό νοσηλευτικό προσωπικό. Αν και εργάζονται με αφοσίωση και αυτοθυσία τους λείπει η επαγγελματική προπαίδεια…… Η μεγάλη προσπάθεια είναι πάντα να συμβιβάσουμε την ανθρώπινη προσφορά με τις απαιτήσεις και τις απρόβλεπτες δυσκολίες της εργασίας που πρέπει να φέρομε σε πέρας….. μας βαραίνει η κόπωση…., βομβαρδισμοί….. φεύγουμε για την Κορυτσά…… Επιστροφή στη Θεσσαλονίκη…. Εκκενώνουν πολλά νοσοκομεία και τα μεταφέρουν νότια».

9 Μαρτίου. Άρχισε νέα επίθεση των Ιταλών. Ο Μουσολίνι την ονόμασε «Primavera”. Της Άνοιξης και των λουλουδιών. Πάλι θα μας έλθει νέο κύμα από τραυματίες…. Η ένταση η νευρική εξακολουθεί χωρίς όμως να εξωτερικεύεται…. Ελευθερούπολη -Καβάλα-Δράμα, 12 Μαρτίου. …Βγήκε στρατιωτική διαταγή, που για το φοβισμένο κοσμάκη μοιάζει σκληρή και σχεδόν απάνθρωπη. Απαγορεύεται, λέγει η διαταγή, η μετακίνηση του άμαχου πληθυσμού, η μεταφορά από ζώα και οικιακά είδη, οι κεντρικές δημόσιες αρτηρίες πρέπει να μένουν ελεύθερες μόνο για τις κινήσεις του στρατού. Όλοι νιώσαμε τη διαταγή, σα μοιραία καταδίκη.…. Ελευθερούπολη-Καβάλα-Δράμα-Σέρρες-Σιδηρόκαστρο-Θεσσαλονίκη….Πολλές λύπες και δυστυχίες και στεναχώριες γύρω μας….. Κοζάνη- Ελασσόνα _ Λάρισα …. Όσο προχωρούμε πιο νότια αλλάζει η γενική όψη. Όλα φαίνονται  πιο ειρηνικά….Λαμία ….Αργά το απόγευμα φθάσαμε στην Αθήνα.

  Κηφισιά. 23 Μαρτίου. Η ατμόσφαιρα πολύ βαριά. Γενική μουγγαμάρα επικρατεί. Τα λέμε, τα ξαναλέμε με τους δικούς μας, νιώθομε το άγνωστο να μας περισφίγγει από παντού και στο άγνωστο αυτό εξακολουθούμε να μην έχομε τη δύναμη να δώσομε ούτε σχήμα ούτε και όνομα…..    Επιστροφή στη Θεσσαλονίκη, 26 Μαρτίου.    

   6 Απριλίου.  Κυριακή. Στις πέντε και τέταρτο το πρωί άρχισαν οι Γερμανοί την επίθεση στο Ανατολικό μέτωπο….. Όσα είχαμε ζήσει ως σήμερα, όλα τα περασμένα, μίκραιναν ξαφνικά, μοιάζαν τόσο ασήμαντα εμπρός στο τώρα. Νιώθαμε όλοι, πως από δω και πέρα αρχίζει η μεγάλη εθνική τραγωδία. Αναγκαστικά θα την αντιμετωπίσομε, δρόμος άλλος δεν υπάρχει. Ότι είναι γραφτό μας, θα έλθει. Αρχή της νίκης όμως, όποιας νίκης, θα είναι πάντα το «θαρρείν».

8 Απριλίου. ….. Οι Γερμανοί είναι έξω απ΄ τη Θεσσαλονίκη….. ο ερυθρός σταυρός έλαβε εντολή να αποσυρθεί….. Δεν έμενε πια άλλο να κάνομε….. «Πάμε σπίτι μας»……  

Στις 9 Απριλίου. μετά από ένα κοπιώδες ταξίδι δύο ημερών , με καϊκι μέχρι Εύβοια και αυτοκίνητο από τη Χαλκίδα,  φθάνουν, μαζί με τον άνδρα της, στην Κηφισιά στους δικούς τους που τους περίμεναν άγρυπνοι, όλη τη νύχτα. Η μεγάλη τους κόρη «είχε φθάσει και αυτή το απόγευμα με τη δύναμη του Νοσοκομείου της».

«Άλλη ζωή μας περίμενε πια εδώ. Νέες λαχτάρες, αγωνίες, λύπες και στερήσεις. Η  ΚΑΤΟΧΗ…..

Στις  27 του Απρίλη.  μέρα Κυριακή, μπήκαν τα πρώτα γερμανικά μηχανοκίνητα στην Αθήνα.. ….»

                                                                 ΤΕΛΟΣ