Τι ήθελα να περάσω από καφέ της Νέας Κηφισιάς; Με το που πάτησα το πόδι μου
αισθάνθηκα ένα χέρι να βουτά από τον ώμο και να με προστάζει:
– Πάμε στο βάθος κάτω και μη χαιρετίσεις κανέναν. Θα γίνει της Κορέας εδώ πάνω.
– Στάσου, βρε Βάγγο, πες πρώτα μια καλημέρα. Έτσι αποφασίζεις και διατάζεις εσύ, ο Βάγγος, ο δημοκράτης, ο επαναστάτης, ο δίκαιος Αριστείδης; Τι πράγματα είναι αυτά;
– Άσε τα διπλωματικά, Τράνακα και πάμε κάτω στη γωνία να στα ψάλω.
Ο παλιός μου φίλος και συνάδελφος στο Ναυτικό, ο Βάγγος, κρατούσε στα χέρια εφημερίδες και μόλις πιάσαμε μια γωνιά, ξεδιπλώνει τη μία και με προστάζει:
– Διάβασε τι γράφει. Βλέπεις ή θες και γυαλιά;
Επιθετικός και αποφασισμένος ο Βάγγος, συνεχίζει:
– Βγάλε τα γυαλιά σου και διάβαζε. Άντε, προχώρα.
– Α! Δεν με ενδιαφέρει, βρε Βάγγο. Δεν είναι κηφισιώτικη η εφημερίδα, είναι γειτονικού προαστίου. Ας γράφει ό,τι θέλει.
– Είσαι καλά, ρε Τράνακα; Αφού γράφει για την Κηφισιά. Για διάβασε εδώ. Μιλά για ναρκοπέδιο στο Δήμο Κηφισιάς. Ακούς; Για πες μου, ποιος είναι ο ναρκοθέτης και ποιος ο ναρκοσυλλέκτης. Και μην ξεχνάς ότι υπηρέτησα και εκπαιδεύτηκα στη Σχολή Ναρκαλιειών στο Ναυτικό. Θυμάσαι δα; Στο Κ.Ε. Κανελλόπουλος.
– Ναι, βρε Βάγγο, αλλά δεν μπορώ να το σχολιάσω. Είναι μία συνέντευξη που έδωσε μια υπάλληλος σε κύρια θέση του Δήμου. Εγώ τι να πω, τι να προσθέσω; Κάνε ένα γράμμα, στείλε μήνυμα, πάρε τηλέφωνο. Τι μου φορτώθηκες εμένα; Εγώ για άλλον ήρθα εδώ.
– Έστω, ρε Τράνακα, να δεχτώ την αντίδρασή σου γιατί βλέπω ότι δεν θες να πάρεις θέση. Τη διάβασες τη συνέντευξη;
– Ναι, βρε Βάγγο, τη διάβασα. Και τι έγινε;
– Δηλαδή, δεν σε θίγει ως ψηφοφόρο, ως Κηφισιώτη, ως κάτοικο της Κηφισιάς, να λέει ότι παρέλαβαν «ναρκοπέδιο»; Τι έκαναν; Τις εξουδετέρωσαν τις νάρκες; Τις έχουν στην αποθήκη; Μήπως είναι ανακατεμένοι και ναρκοθέτες της προηγούμενης δημοτικής αρχής; Αυτοί δεν έχουν ευθύνη καμία; Και επειδή βλέπω ότι σε στεναχώρησα, φίλε Τράνακα, οι προηγούμενοι δεν το διάβασαν, δεν προβληματίστηκαν, δεν κοκκίνισαν; Δώδεκα χρόνια ζούσαν μέσα στο ναρκοπέδιο; Όχι, σε ρωτάω, πες μου, απάντησέ μου, βρε Μιχάλη.
– Φίλε Βάγγο, ουδέν σχόλιον…