Γλαφυρές αφηγήσεις στην Ανθοκομική

anthokipoyroi1
Από το αρχείο του Μιχάλη Συρίγου Οι ανθοκηπουροί παρελάυνουν στην πλατεία Πλατάνου

Μεγάλη η ανταπόκριση στην εκδήλωση που οργάνωσε ο Σύλλογος των Κηφισιωτών στο Άλσος Κηφισιάς, την Πέμπτη 4 Μαΐου, σε συνεργασία με την Ένωση Ανθοκηπουρών Κηφισιάς. Εικόνες από την Κηφισιά των ανθοκαλλιεργητών, με ιδιαίτερες ποικιλίες λουλουδιών και κηπουρούς που πάσχιζαν για την ομορφιά και την επιβίωση,  έφεραν με τα λόγια τους μπροστά στο ακροατήριο οι ομιλητές, ενώ στην οθόνη προβάλλονταν εικόνες από μια Κηφισιά που δεν υπάρχει πια.

Η πρόεδρος του Συλλόγου Κηφισιωτών, Βάσω Τσαλαβούτα, καλωσόρισε τον κόσμο, ευχαρίστησε τους ομιλητές, Ουρανία Παρδάλη Νομικού και Μιχάλη Συρίγο και αναφέρθηκε και στους δεσμούς που συνδέουν  την οικογένεια Παρδάλη με την οικογένεια Τσαλαβούτα.

Στην ομιλία της η Ουρανία Παρδάλη, αναφέρθηκε στους στενούς δεσμούς που είχαν οικογένειες Κηφισιωτών και με συγκινητικό τρόπο στάθηκε στο γεγονός ότι μεταξύ των συμμαθητών της δεν έγιναν ποτέ ερωτικές σχέσεις, κάτι που τους οδήγησε στο να παραμείνουν φίλοι, σχεδόν σαν αδέλφια, μέχρι σήμερα.

Γνωστή γλαφυρή αφηγήτρια η Ουρανία Νομικού, πηγαίος και άμεσος ο Μιχάλης Συρίγος συνεπήραν το ακροατήριό τους, που δεν έχανε λέξη από τα λόγια τους.

Παρότι ήταν μια βραδιά νοσταλγίας της παλιάς Κηφισιάς, διανθισμένη με άνθη, οι ομιλητές μας έφτασαν και στην ομορφιά της σημερινής Κηφισιάς, των σημερινών κήπων της πόλης, της διαχρονικής Ανθοκομικής Έκθεσης.

 

 

Για όσους δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν αλλά θα ήθελαν να μάθουν τι έχασαν, παραθέτουμε τις ομιλίες:

Από την Ουρανία Παρδάλη Νομικού

khpouros“Ίσως το καλύτερο μέρος για να μιλήσουμε για τη ζωή στην παλιά Κηφισιά, να είναι τούτο εδώ, το πανέμορφο Άλσος της Κηφισιάς. Ίσως γιατί το Άλσος συμβολίζει την αγάπη της Κηφισιάς για τα λουλούδια, γιατί Κηφισιά σημαίνει πρωτίστως λουλούδια, τραγούδια και ρομαντικοί ρυθμοί ανθρώπινης ζωής. Τα υπόλοιπα έρχονται σαν αποτέλεσμα αυτού του περιβάλλοντος.

Εξεπλάγην πέρυσι, όταν διαπίστωσα ότι δύο νεαροί δεν γνώριζαν τι σημαίνει η λέξη «καντάδα». Για τις δικές μας παλιές γενιές, καταλαβαίνετε πόσα πολλά σημαίνει.

Ένα βράδυ, μαθήτρια ήμουν ακόμη, θυμάμαι ότι στο αδιέξοδο δρομάκι όπου μέναμε, στην οδό Ολύμπου, κοντά στο σημερινό μας Δημαρχείο, μετά τα μεσάνυχτα, ακούστηκε το τραγουδάκι «Ξύπνα μωρό μου κι άκουσε …». Οι γονείς μου ξύπνησαν. Η γειτονιά μας είχε πολλές νέες κοπέλες. Η μητέρα μου γύρισε και ρώτησε τον πατέρα μου «Για ποια κοπέλα άραγε κάποιοι τραγουδούν; Για την κόρη μας πάντως δεν φαντάζομαι να είναι το τραγουδάκι, Νίκο μου. Πάντως παράθυρο δεν άνοιξε ούτε ένα. Ο τραγουδιστής όμως ήταν καλός».

«Είναι κι άλλα κορίτσια, τις ξέχασες Μαρίκα μου» αποκρίθηκε ο πατέρας μου. Όποια κι αν σκεφτόταν ο πατέρας, δεν τόλμησε να την ονοματίσει. Άλλες εποχές.

Σήμερα τ’αγόρια δεν τραγουδούν στις κοπελιές. Ούτε παρέες βλέπεις στους δρόμους να ανηφορίζουν την οδό Κοκκιναρά με φεγγαράδα και να κατεβαίνουν τρέχοντας μετά στο δρόμο κλωτσώντας ένα κονσερβοκούτι, που βρήκαν τυχαία στη βόλτα τους. Βέβαια τότε η οδός Κοκκιναρά ήταν ακατοίκητη δεξιά κι αριστερά, με ελιές, πεύκα και θυμάρια κι ανάμεσα φυτρώναν ανεμώνες.

Εκεί που τώρα βρίσκεται το ξενοδοχείο Γκραν Σαλέ, μετά το ρέμα, οι Γερμανοί στην κατοχή είχαν βοηθητικό στρατιωτικό αεροδρόμιο.

Κατεβαίναμε συχνά τότε την οδό Διονύσου προς την πλατεία για να πάμε θερινό σινεμά στη Μπομπονιέρα. Ανθισμένες οι ακακίες και οι σολωμοί, ανθισμένες και οι άσπρες, κόκκινες και κίτρινες τριανταφυλλιές στις μάντρες. Ένα λεπτό άρωμα χάιδευε τις ψυχούλες μας κι εμείς με τα πάνινα παπούτσια μας, να τσαλαβουτάμε στα παγωμένα νερά, που έτρεχαν κελαρίζοντας μέσα στις πέτρινες αμπολές της οδού Όθωνος. Ρυθμοί Κηφισιώτικης ζωής, ρυθμοί που ενέπνευσαν το Δροσίνη, τον Σικελιανό, τον Βικέλα και τόσους άλλους μεγάλους του Ελληνικού πνεύματος που έζησαν εδώ.

Στην Μπομπονιέρα, τα γιασεμιά σκόρπιζαν τ’ αρώματά τους τριγύρω, ενώ οι πιτσιρικάδες δίπλα, στο εκκλησάκι της Παναγίτσας τσακωνόντουσαν για να εξασφαλίσουν μία πολύτιμη θέση πάνω στα κυπαρίσσια του προαυλίου και να δουν το έργο χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο. Άλλοι είχαν ανέβει καβάλα στον διαχωριστικό τοίχο, ενώ κάποιους τους έδιωχναν και σε κάποιους άλλους έδιναν το ελεύθερο, αρκεί να μην κάνουν φασαρία.

Αν δεν μας άρεσε το έργο, υπήρχε και το «Παλλάς» στη Νέα Ερυθραία. Εκεί όμως πηγαίναμε πιο νωρίς, αφού έπρεπε να πιάσουμε πολλά καθίσματα γιατί πάντα ήμασταν αρκετοί από την Κηφισιά.

Η διασκέδασή μας ήταν μερικές φορές να μαζέψουμε χρήματα ρεφενέ, να μας δώσει κάποιος ένα σπίτι άδειο και να έχουμε φτιάξει φαγητό για να το πάρουμε μαζί μας και να πάμε εκεί να φάμε κάτι στεγνό και να χορέψουμε. Αυτή η επιλογή είχε περιορισμούς στην ώρα, αν και καμιά φορά πηγαίναμε και μετά το σινεμά.

Πηγαίναμε για σουβλάκια στον μπάρμπα Σωτήρη, που ήταν δίπλα στο υαλοπωλείο του Λασκαρίδη στη γωνία των οδών Παναγίτσας και Κηφισιάς. Μεγάλη και σημαντική ημέρα, όταν συνέβαινε αυτό. Ύστερα σιγοτραγουδώντας παίρναμε το δρόμο της επιστροφής. Ήταν της μόδας το τραγούδι «να το πάρεις το κορίτσι, να μην το παιδεύεις» και το τραγουδάγαμε και σπάγαμε πλάκα, όπως λέγαμε τότε.

Η Κηφισιά της εποχής, αλλά και οι νέοι της εποχής. Τα φουρώ αλλά και τα παπούτσια ελβιέλα. Η Κηφισιά με τα αρχοντικά αλλά και η Κηφισιά χωρίς δικό της γυμνάσιο.

Το πρώτο γυμνάσιο στην Κηφισιά, ήταν μεικτό, το πρώτο μεικτό σε όλη τη Ελλάδα, και στεγάστηκε στο αρχοντικό του Μελά. Χόρτασε το κορμί μας κρύο. Εκεί μάθαμε γράμματα, εκεί δεθήκαμε σαν Κηφισιωτόπουλα, εκεί μάθαμε γιατί να αγαπούμε την πατρίδα, εκεί οι άψογοι καθηγητές μας, πάσχισαν να μας διδάξουν σεβασμό κι αγάπη, αλλά τους ήταν αδύνατο να ζεστάνουν ένα σπίτι που είχε μόνον τζάμια στις μπαλκονόπορτες. Κι έτσι ξυλιάζαμε.

Μάθαμε γράμματα δεν λέω, αλλά το οίκημα ήταν μία αριστοκρατική βίλλα, δεν ήταν κατάλληλο για σχολικές αίθουσες. Είχε μία όμορφη ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στον πάνω όροφο και σαν την ανεβαίναμε γινότανε χαμός. Η πάνω αίθουσα είχε δυό πλευρές με τζάμια κι εκεί πάνω χόρταινες παγωμένη ατμόσφαιρα και όταν βαριόσουνα το μάθημα, χαζολογούσες παίζοντας με τα παγωμένα σου χνώτα. Αυτή την μοναδική σχολική αίθουσα, την είχαμε ονομάσει «περιστεραιώνα».

Όταν επρόκειτο να συμμετέχουμε στις γυμναστικές επιδείξεις του Παναγιώτη Κανελόπουλου, μας έπαιρνε κάποιες φορές το φορτηγό του Δήμου που μάζευε και τα σκουπίδια και μας πήγαινε για προετοιμασία να γυμνασθούμε στο Καλλιμάρμαρο στάδιο. Η ανιψιά του Κανελόπουλου επέμενε να τραγουδάμε στη διαδρομή τη φλαμουριά κι εμείς από πείσμα τραγουδούσαμε γελώντας «να το πάρεις το κορίτσι, να μην το παιδεύεις». Συνήθως πηγαίναμε στις εξήμισυ το πρωί και μετά κατευθείαν για μάθημα.

Παρά τις δυσκολίες, εμείς στο σπίτι του Μελά κάναμε υπομονή στο κρύο και σε όλα τα τεχνικά προβλήματα και μάθαμε πολλά και χρήσιμα κι όπως λέει ο λαός με αυτά πορευθήκαμε και προκόψαμε. Βγάλαμε ασπροπρόσωπους και τους καθηγητές μας και τους γυμναστές μας. Όταν κάποια φορά μας πήγανε να συμμετέχουμε με το Μεικτό Γυμνάσιο Κηφισιάς στους γυμναστικούς αγώνες στο Παναθηναϊκό Στάδιο, καταλήξαμε να ακούμε στις περισσότερες νίκες το όνομα του σχολείου μας. Δεν μας ξανακαλέσανε, γιατί καταντούσε μονότονο.

Η πόλη μας από τότε είχε στο αίμα της την ευγένεια του αθλητισμού και οι μαθητές και οι μαθήτριες τιμούσαν τους γυμναστές τους και δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι ακόμη και σήμερα ο Πανελλήνιος πρωταθλητής σύλλογος στο στίβο είναι σύλλογος της Κηφισιάς.

Κι έτσι κυλούσε η νεανική ζωή μας στην Κηφισιά του τότε, με σχολείο, με γέλια, σκανταλιές και τραγούδια. Πολλά τραγούδια. Και χορωδίες. Και παρέες στις ταβέρνες και στα παγκάκια στα ξωκλήσια, να τραγουδούν αθηναϊκή οπερέτα και λαϊκά τραγούδια αγάπης. Η Κηφισιά από τότε ξεκίνησε την μεγάλη της χορωδιακή παράδοση, με αρκετές σήμερα πια χορωδίες και χορωδιακά σωματεία και με διεθνή χορωδιακά φεστιβάλ.

Δεν θα ξεχάσω τον πατέρα μου και τους φίλους του, τον Αντώνη Καπετάνιο, τον Ανέστη Νικολέλη και άλλους, που πηγαίνανε έξω από το σπίτι του Ευταξία στη γωνία Διονύσου και Όθωνος, όπου στα πλατάνια τραγουδάγανε τα αηδόνια και καθόντουσαν μέχρι τις τέσσερις το πρωί για ν’ ακούσουν το τραγούδι τους και σαν δεν τραγουδάγανε τ’ αηδόνια, έπιαναν εκείνοι κανά τραγουδάκι.

Κι όλα αυτά γίνονταν μέσα σε λουλούδια, πολλά λουλούδια. Την παραμονή της Πρωτομαγιάς οι νέες και οι νέοι ξεχύνονταν στους δρόμους για να κλέψουν λουλούδια και να φτιάξουν τα στεφάνια του Μάη, που μετά από κανά μήνα θα έκαιγαν στη φωτιά στη μέρα του Αη Γιάννη του Κλήδονα.

Ένα απόγευμα η Ροζούλα, η κόρη του Μαρίνου Ρηγούτσου, του ανθοκηπουρού, είπε στον αδελφό μου «Ξέρω ένα μέρος Βασίλη, που έχει πολλές τζινιές, πάμε να κόψουμε και να φτιάξουμε τα στεφάνια μας, είναι δω κοντά».

Όταν γύρισαν, ήταν οι αγκαλιές τους γεμάτες με πολύχρωμες τζινιές. Η μητέρα μου τους ρώτησε «που τα βρήκατε τόσα πολλά και ωραία λουλούδια;».

«Είχαμε βρει μία ωραία κρυψώνα πριν μέρες» απήντησε η Ρόζα, ενώ απλώνανε τα λουλούδια πάνω στο τραπέζι της κουζίνας μας για να φτιάξουν τα μαγιάτικα στεφάνια με τον αδελφό μου.

Μετά από καμιά ωρίτσα, στη μάντρα που χώριζε το σπίτι μας από το σπίτι του Ρηγούτσου, εμφανίστηκε έξαλλος ο Μαρίνος, ο μπαμπάς της Ρόζας, ανθοκηπουρός μερακλής, με καθολική συριανή καταγωγή, που φρόντιζε και τον κήπο στο σπίτι του Παπαστράτου.

«Μαρικάκι μου καταστράφηκα» είπε στη μάνα μου.

«Τι έπαθες Μαρίνο» απήντησε η μητέρα μου.

«Αν έπιανα τα παλιόπαιδα, που μου ρήμαξαν το φυτώριο, θα τα σκότωνα. Μου το ρήμαξαν Μαρίκα μου, μου κάναν καταστροφή μεγάλη» φώναζε ο Μαρίνος.

Όπως καταλαβαίνετε, η Ροζούλα άρπαξε τα λουλούδια αμέσως και τα έκρυψε στο σαλόνι μας μαζί με τον αδελφό μου κι εκείνη τη χρονιά λούφαξαν και δεν έκαναν στεφάνια του Μάη. Η μητέρα μου δεν μίλησε, αλλά τους κοίταξε με έντονο νόημα, ενώ στο αυστηρό της βλέμμα η Ρόζα απήντησε «δεν το ήξερα κυρία Μαρίκα, δεν το ήξερα».

Το τι σημαίνει για έναν ανθοκηπουρό η καταστροφή του φυτώριου, ίσως μόνον εδώ στο Άλσος υπάρχουν άνθρωποι, που μπορούν να το καταλάβουν. Οι ανθοκηπουροί. Εκτός από τον κόπο και το χαμένο μεράκι, είναι κι οι ανάγκες της οικογένειας, αφού από το φυτώριο περίμεναν να καλύψουν τα αναπάντεχα έξοδα. Άνθρωποι του μόχθου για την ομορφιά, όπως και άνθρωποι προοδευτικοί, που πολύ γρήγορα οργανώθηκαν οι ίδιοι και οργάνωναν και εκδηλώσεις και γιορτές με επίκεντρο πάντα το λουλούδι ή ό,τι σχετιζόταν με αυτό. Προστάτης τους ο Άγιος Τρύφωνας. Μάλιστα ο Μαρίνος Ρηγούτσος είχε διατελέσει και πρόεδρος του σωματείου των ανθοκηπουρών της Κηφισιάς.

Η ομορφιά της Κηφισιάς είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα της δικής τους εργασίας. Οι περίφημοι κήποι της Κηφισιάς. Από τη μιά γωνιά ως την άλλη. Κάθε σπίτι με τον κήπο του ή το κηπάκι του.

Πως να μην θυμηθείς τον κήπο του Ζαμπιά στην Σαρανταπόρου, που είχε μόνον τριανταφυλλιές και στην άκρη καμέλιες. Πως να λησμονήσεις το κεντρικό παρτέρι του ξενοδοχείου Απέργη στο Κεφαλάρι, που σήμερα στεγάζει το μέγαρο Λάτση. Το παρτέρι αυτό ήταν πάντα κόσμημα κηποτεχνίας με λουλούδια πολύχρωμα σε σχήματα. Πηγαίναμε για παγωτό και χανόμασταν να το κοιτάζουμε. Πως να λησμονήσεις τον κήπο του Βλάχου της Καθημερινής.

Τον κήπο του Ανδριτσάκη, όπου γυρίστηκε το 1942 η ταινία «Η φωνή της καρδιάς» με τον Αιμίλιο Βεάκη να υποδύεται τον κηπουρό, το Δημήτρη Χορν, το Λάμπρο Κωσταντάρα και άλλους μεγάλους ηθοποιούς. Ο Κηφισιώτικος κήπος πρωταγωνιστεί σε αυτή την ταινία μνημείο του Ελληνικού κινηματογράφου. Ήταν η πρώτη ταινία του Φιλοποίμενα Φίνου. Ο Φίνος μετά την προβολή της το 1943, οδηγήθηκε από τους Γερμανούς στα κελιά της οδού Μέρλιν και παρά τρίχα στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ο κήπος είχε μικρές λίμνες με νούφαρα.

Και το πιο όμορφο άλσος της Ελλάδας, το Άλσος Κηφισιάς, τον μόνο στην Αθήνα κήπο, που όπως μου έλεγαν φίλοι ανθοκηπουροί, έχει σχεδιαστεί με τη λογική της Γαλλικής Σχολής, με συμμετρία στον σχεδιασμό και την φύτευση και με μεγάλες ευθείες γραμμές.

Το Άλσος ήταν η παιδική μας χαρά. Δεν είχαμε άλλη. Πολλές φορές βρεθήκαμε να κολυμπάμε στο σιντριβάνι χωρίς να το θέλουμε, όπως πολλές φορές κάναμε τσουλήθρα στα μάρμαρα της εισόδου, γιατί το θέλαμε. Δεν τολμούσαμε ποτέ να θέλουμε να παίξουμε στο γκαζόν, γιατί ο φύλακας ήταν κέρβερος και δεν το επέτρεπε. Παίζαμε και γύρω από τη λιμνούλα με τα νούφαρα, που ήταν στα δεξιά όπως κατέβαινες από την είσοδο. Εκεί επιτρεπόταν. Τα παρτέρια ήταν πάντα γεμάτα από λουλούδια εποχής σε σχηματισμούς αστεριών, κύκλων κι ό,τι άλλο φανταζόσουν.

Θα πρέπει να μιλούμε μέχρι αύριο για να μιλήσουμε για τους κήπους και για τους ανθοκηπουρούς και σίγουρα κάποιον θα αδικήσουμε ξεχνώντας τον.

Όμως όλα αυτά, δεν είναι μόνον παρελθόν. Το ότι η γενιά μου μεγάλωσε, δεν σημαίνει ότι η ομορφιά στην Κηφισιά σταμάτησε. Όλα αυτά μπορούν να είναι και παρόν.

Απόψε είμαστε εδώ και μιλούμε γι αυτά. Και η ανθοκομική είναι ακόμη εδώ. Και η Κηφισιά είναι ακόμη από τις ωραιότερες πόλεις της Ευρώπης.

Και ο Σύλλογος των Κηφισιωτών είναι εδώ και κρατά ακόμη ζωντανή τη συλλογική μας μνήμη και κρατά τις προσωπικές μας σχέσεις σε μία πόλη που κινδυνεύει να γίνει απρόσωπη, αλλά ακόμη δεν έχει γίνει.

Δεν θα χάσει το πρόσωπό της, αφού τα πρόσωπα των ανθρώπων ακόμη χαμογελούν στην ανθοκομική της Κηφισιάς την ώρα που αγοράζουν μία γαζία, ένα γιασεμάκι, μία γαρδένια ή μία τριανταφυλλιά. Κι αφού ακόμη συναντούμε κι αγκαλιαζόμαστε με γνωστούς στην ανθοκομική.

Κι αφού οι παλαιοί Κηφισιώτες μεταδίδουμε στους νεότερους κατοίκους τις μνήμες της πόλης μας και την αγάπη προς την ομορφιά της. Κι αφού με χαρά βλέπουμε ότι πολλοί νέοι κάτοικοι αποκτούν σχέση ζωής με την πόλη και η Κηφισιά γίνεται πόλη όλων μας.

Η Ρόζα που λέγαμε πριν, μέχρι τα γεράματα περπατούσε την οδό Διονύσου πηγαίνοντας προς την πλατεία μας και στη διαδρομή έφτιαχνε δύο ανθοδέσμες με λουλούδια που έβρισκε στη Διονύσου.

Πήγαινε στην Κασσαβέτη, καθόταν κι έπαιρνε ένα καφέ μπροστά στο Βάρσο με τρία ποτήρια νερό. Ένα για εκείνη και δύο για τα λουλούδια. Τις ανθοδέσμες τις χάριζε σε φίλους που πέρναγαν από εκεί και κάθονταν για λίγο μαζί της για κηφισιώτικη κουβεντούλα. Φεύγοντας έπαιρναν μαζί τους στο σπίτι μία ανθοδέσμη.

Πολλοί νεώτεροι Κηφισιώτες ανακάλυψαν την πόλη όπου ήρθαν να ζήσουν, μέσα από τις κουβέντες με τη Ρόζα.

Όσο  συμβαίνουν τέτοια, η Κηφισιά θα έχει πάντα το πρόσωπό της.

Η Κηφισιά είναι μία πόλη, όπου ακόμη συμβαίνει η κοινή μας ζωή και μάλιστα έχει το προνόμιο να συμβαίνει σε περιβάλλον Κηφισιώτικης ομορφιάς και Ελληνικού αστικού πολιτισμού.”

O  Μιχάλης Συρίγος πάταγε πιό πολύ στη γη και λογω επαγγέλματος αλλά και χαρακτήρα, παρ’ όλα αυτά καταχειροκροτήθηκε:

“Η Κηφισιά πάντα υπήρξε ένας απέραντος ανθισμένος κήπος, ένας ευλογημένος τόπος με πολλά νερά και εύφορο έδαφος. Έτσι, λοιπόν στο διάβα του χρόνου κατοικήθηκε από την αρχαιότητα έως και σήμερα από μεγαλοαστούς. Έτσι στα μέσα του 19ου αιώνα αρχίζει να εμφανίζεται η μεγαλοαστική και η αστική τάξη. Άρχισαν να κτίζονται μεγάλες επαύλεις, άλλες μόνιμες και άλλες παραθεριστικές κατοικίες. Οι επαύλεις αυτές πλαισιώνονται από μεγάλη κτήματα που φυτεύονταν ανθόκηποι, λαχανόκηπο, οπορωφόρα κ.λπ.

Syrigos-xiwtakis
Από το αρχείο του Μιχάλη Συρίγου. Ανθοκομική με πρόεδρο τον Γιώργο Χιωτάκη. Από αριστερά ο Μιχάλης και στο κέντρο ο γεωπόνος Νίκος Θυμάκης

Αυτές λοιπόν οι νέες ανάγκες απαιτούσαν χέρια για την εξυπηρέτηση των κήπων. Και έτσι έχουμε τους πρώτους κηπουρούς ως προσωπικό στις επαύλεις. Στην άκρη του κτήματος κάθε έπαυλης υπήρχε ένα μικρό σπιτάκι, το σπιτάκι του κηπουρού. Οι κηπουροί ανήκαν στο βοηθητικό προσωπικό και είχαν το χαρακτηριστικό  «περιβολάρης» και έτσι ξεχώριζαν όπως π.χ. ο περιβολάρης του Μυλωνά κ.λπ.

Το κατάλληλο, λοιπόν, κλίμα, το έφορο χώμα και τα πολλά νερά μαζί με τις μεγάλες οικοπεδικές εκτάσεις δημιούργησε συνθήκες για την ανάπτυξη γεωργικών προϊόντων, όπως τα φημισμένα προϊόντα της Κηφισιάς, πατάτες, σπαράγγια, φράουλες, βερίκοκα και άλλα.

Δίπλα σε αυτά και με αφορμή τα μεγάλα κτήματα αναπτύχτηκε η ανθοκομικά και η ανθοκαλλιέργεια. Οι ανάγκες για την κατασκευή και τη συντήρηση των ανθοκήπων οδήγησε τους ανθοκόμους και τα τους κηπουρούς της Κηφισιάς να οργανωθούν σε ένα ξεχωριστό κλάδο με το όνομα «Αδερφότης των ανθοκόμων και των κηπουρών». Οι δύο αυτοί κλάδοι ήταν σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένοι μεταξύ τους και είχαν πολλές κοινές παραδόσεις. Μια απ’ αυτές είναι την 1ηη Φλεβάρη του προστάτη τους, Αγίου Τρύφωνα που την γιόρταζαν από την παραμονή στην αγρύπνια και συμμετείχαν μετά σε αρτοκλασία. Ακόμα και σήμερα, ανήμερα της εορτής του , τιμούν τον προστάτη τους και δεν εργάζονται. Το 1893, ο τότε πρόεδρο της Κοινότητας, Κηφισιάς, ο Δηλιγιάννης, φέρνει από την Κωνσταντινούπολη, τον Δημήτρη Κοκκινάκη και τους Δημήτρη και Κώστα Μουχλίδη. Η οικογένεια Μουχλίδη, ήταν παλιά οικογένεια κηπουρών που δούλευε στους κήπους του σουλτάνου στην Πόλη. Αυτοί οι κηπουροί μαζί με τα παιδιά τους πρόσθεσαν στην Κηφισιά θαυμάσιες δεντροστοιχίες με πλατάνια, ακακίδες, τριανταφυλλιές κ.λπ. δούλεψαν για τη διαμόρφωση του Άλσους Κηφισιάς, κυρίως επειδή ήξεραν την τεχνική της μωσαϊκοαλλιέργειας.

Το επάγγελμα του ανθοκηπουρού περνούσε από πατέρα σε γιο. Οι περισσότεροι ανθοκηπουροί της Κηφισιάς ήταν αυτοδίδακτοι. Πολλά από τα άνθη που πούλαγαν τα ανθοπωλεία της Αθήνας προέρχονταν από την Κηφισιά. Μεγάλη ζήτηση είχαν ο μενεξές, τα γαρύφαλλα και η βιολέτα. Πολλές ποικιλίες από τριαντάφυλλα ροζ και κόκκινα έκαναν την εμφάνισή τους, όπως εμφανίστηκαν και τα τριαντάφυλλα χωρίς αγκάθια από τον Κωνσταντή Γουλιμή, ο οποίος πρωτοστάτησε στην καθιέρωση των ανθοκομικών εκθέσεων.

Πολλοί ιδιοκτήτες σε συνεργασία με γεωπόνους έφερναν σπάνια δέντρα και φυτά και δημιουργούσαν τα ανθοπερίβολα. Το 1934 υπό της πρωτοβουλίας, της ιδρυθείσας τότε Ανθοκηπουρικής Εταιρίας Κηφισιάς της σημερινής Ανθοκηπογενικής Ένωσης Κηφισιάς και υπό την Αιγίδα του Βαγγέλη Παπαστράτου και Κωνσταντίνου Γουλιμή, στη θέση Κοκκιναρά οργανώθηκαν 4 Ανθοκηπουρικές εκθέσεις. Το 1937 οργανώθηκε η 1η Ανθοκομική Έκθεση και έλαβε επίσημο χαρακτήρα στο Άλσος Κηφισιάς.

Προπολεμικά έγιναν άλλες δυο ανθοκομικές εκθέσεις. Στην Κατοχή δεν λειτούργησε ο θεσμός. Οι πύλες της έκθεσης άνοιξαν το 1956 και από το 1965 ο Δήμος της Κηφισιάς ανέλαβε την οργάνωσης της Ετήσιας Ανθοκομικής Έκθεσης. Σα περίπτερα οι ανθοκηπουροί παρουσίαζαν τα φυτά και τα λουλούδια που κρύβονταν πίσω από τους μεγάλους μαντρότοιχους και τους πυκνοφυτεμένους φράχτες της περιοχής. Βασική προσπάθεια των ανθοκηπουρών ήταν η παρουσίαση μοναδικών λουλουδιών. Οι ανθοκόμοι της Κηφισιάς, θα αναφέρων το όνομα των αδελφών Καψαμπέλη, είχαν πετύχει ορισμένες ποικιλίες τριαντάφυλλων που είχαν τόσο βαθύ κόκκινο χρώμα, που πλησίαζε το μαύρο ρόδο. Με όλα αυτά βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα πως η Ανθοκομική Έκθεση ήταν μοιραίο να στηθεί στην πόλη μας και να πάρει αυτές τις μεγάλες διαστάσεις.giorti-agios-tryfvnas

Ειπώθηκαν και άλλα μεταξύ των ομιλητών αλλά και του κοινού , ενώ και η πρόεδρος της Ανθοκομικής Κλεοπάτρα Χατζοπούλου, η οποία ήταν και αρωγός της εκδήλωσης είπε ότι του χρόνου θα γίνουν περισσότερες εκδηλώσεις για να θυμίσουν στους νεώτερους τη γέννηση της Ανθοκομικής αλλά και ο Δήμαρχος Γιώργος Θωμάκος που παρόλες τις υποχρεώσεις του παραβρέθηκε στη εκδήλωση ευχαρίστησε τους ομιλητές.