Αρ. φύλλου 504, 1/4/1999
Γράφει η Ουρανία Παρδάλη Νομικού
Έζησα πολλά χρόνια στην πόλη της Λάρισας και την αγάπησα. Η Κηφισιά μόνο μια φορά το χρόνο μου έλειπε πραγματικά πολύ. Φαίνεται παράξενο, αλλά είναι αλήθεια. Μου έλειπε την Μεγάλη Παρασκευή. Κι όμως, η ζωή των δύο πόλεων, εκείνη την ημέρα, ήταν ίδια.
Στη μεγάλη κεντρική πλατεία της Λάρισας, το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, μαζεύονταν οι Επιτάφιοι των γύρω ενοριών. Μετά τη Δοξολογία, ανταλλάσσαμε ευχές, καμαρώνοντας τα παιδιά μας, που κρατούσαν τα εξαπτέρυγα. Έδινα κι έπαιρνα ευχές από τους συμπολίτες, αλλά δεν έβλεπα αγαπημένα και φιλικά πρόσωπα. Αυτό με μελαγχολούσε.
Στα πολλά χρόνια που έλειψα, μία μόνο φορά κατέβηκα για Πάσχα στην Κηφισιά. Πάντα οι γονείς μου ανέβαιναν στη Λάρισα. Τη μοναδική αυτή φορά τη θυμάμαι.
Είχαμε συνεννοηθεί με τ’ αδέλφια μου, να συναντηθούμε στην πλατεία Πλατάνου, έξω από το καφενείο Πλάζα, βράδυ Μεγάλης Παρασκευής. Δεν έβλεπα την ώρα να βρεθώ στην πλατεία. Ήθελα να μιλήσω με παλιούς φίλους και γνωστούς, που για τόσα χρόνια σκεφτόμουν κάθε τέτοιο βράδυ μελαγχολώντας. Κατέβηκα από νωρίς.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι υπήρχε κι άλλος λόγος για να πάω νωρίς. Σαν παιδί, έβλεπα πάντα τους Επιταφίους από το καφενείο του παππού μου, στην Κασσαβέτη. Ο αγαπημένος μου σερβιτόρος λοιπόν, ο Καραγιαννάκης, πάντα με ανέβαζε σ’ ένα τραπέζι για να φθάνω να βλέπω. Σαν να τον ακούω τώρα να μου λέει: «Κατσαρίδα, έλα εδώ, γιατί θα σε πατήσουν.»
Μια λοιπόν και σ’ αυτά τα χρόνια δεν μεγάλωσε το ανάστημα μου, έπρεπε να φθάσω στον Πλάτανο έγκαιρα για να βρω μια θέση, ώστε να μπορώ να παρακολουθώ, αφού το καφενείο του παππού είχε κλείσει πια. Εκείνη τη χρονιά, περιμένοντας, είχα την ευχαρίστηση να συναντήσω παλιούς μου συμμαθητές και μετά από τόσο καιρό να γευθώ πάλι την ομορφιά της πλατείας αυτή τη βραδιά.
Ίσως αυτοί που δεν έζησαν στην πλατεία, να μην καταλαβαίνουν τι σήμαινε η συγκέντρωση των Επιταφίων στον Πλάτανο. Θυμάμαι τον μπαρμπα-Γιάννη τον Ψαραδάκη, που είχε μπακάλικο κοντά σ”τον καφεκοπτείο του πατέρα μου, στην Κασσαβέτη. Ο μπαρμπα-Γιάννης δεν ξεκλείδωνε ποτέ το μαγαζί του, αν δε σταύρωνε τρεις φορές την κλειδαριά. Ε! λοιπόν, αυτός, ολόκληρη την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, περίμενε τη στιγμή που θα πέρναγε ο Επιτάφιος μπροστά από το μαγαζί του. “Περίμενε την ευλογία», όπως έλεγε. Και δεν ήταν ο μόνος.
Σήμερα ζούμε πάλι στην πόλη μας, στην πόλη που γεννήθηκαν οι παππούδες μας, οι γονείς μας κι εμείς. Κάθε Μεγάλη Παρασκευή ζούμε τη νοσταλγία. Οι Επιτάφιοι δε συγκεντρώνονται πια στην πλατεία μας. Οι Επιτάφιοι, που με τόση λαχτάρα περίμεναν οι καταστηματάρχες, μένουν στην Ενορία τους.
Το κείμενο μπορείτε να το βρείτε και στο βιβλίο της Ουρανίας Παρδάλη Νομικού ” Έτσι θυμάμαι την Κηφισιά” που έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Κηφισιά